Αυτούσια μεταφορά του διάσημου κόμικ του Frank Miller από έναν μεγάλο θαυμαστή του τον Robert Rodriguez. Αν και ο πρώτος είχε πολλές αντιρρήσεις για τη μεταφορά, τελικά κάμφθηκε από την επιμονή του δεύτερου και κάθησε δίπλα του, για να ελέγχει το τελικό αποτέλεσμα. Χρησιμοποιήθηκε η ίδια τεχνική που χρησιμοποιήθηκε και στους "300", με τους ηθοποιούς να δουλεύουν μπροστά από ένα πράσινο φόντο και ύστερα με τη βοήθεια των υπολογιστών να προστίθεται και το κατάλληλο φόντο, ενώ για το γύρισμα επιλέχθηκε μία ψηφιακή βιντεοκάμερα. Αισθητικά το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό.
Η διαφθορά, η ανηθικότητα, η ψυχοπάθεια και ο κυνισμός έχουν καλύψει ολοκληρωτικά αυτήν την πόλη, εκμαυλίζοντας και τους πιο "επιφανείς" από τους πολίτες της. Αστυνομικοί, ιερείς, όλοι τους, βαθιά βουτηγμένοι στην αμαρτία και στην παράνοια. Δεν υπάρχει κανένας φωτεινός οδοδείκτης για να δείξει τον δρόμο εδώ, καμιά ιδεολογία και κανένα σύστημα αξιών για να νοημαδοτήσει - έστω και ψευδαισθητικά - την ύπαρξη. "Κόλαση είναι να ξυπνάς κάθε μέρα και να μην ξέρεις γιατί είσαι εδώ" λέει κάποια στιγμή ένας από τους τρεις ήρωες του φιλμ. Αναγκαστικά λοιπόν, αφού όλες οι εξωτερικές αναφορές έχουν εκλείψει, η νοηματοδότηση της ύπαρξης, θα πρέπει να πηγάσει από την ενδοσκόπηση και το εσωτερικό.
Αυτήν η υπαρξιστική χροιά του φιλμ, η πεσσιμιστική αλλά ειλικρινής συνειδητοποίηση ότι "όλα είναι ένα ψέμα" (οι σερβιρισμένες ιδεολογίες και αξίες) για να καλυφθεί συμβολικά, αλλά όχι πραγματικά, η εγγενής έλλειψη του υποκειμένου ("το υποκείμενο δεν είναι παρά μια έλλεψη", όπως μας θυμίζει ο Λακάν) και η αναγκαστική στροφή στο εσωτερικό που επιβάλλει μια τέτοια συνειδητοποίηση για να βρεθεί μια "λύση", καθιστούν το φιλμ μία αμυδρή έστω πορεία αυτογνωσίας, καταξιώνοντάς το ως ένα βαθμό στα μάτια μου. Οι ήρωες του φιλμ, ("πρώην κακοί") προσπαθούν να προασπιστούν με την ίδια τους τη ζωή ένα δικό τους σύστημα αξιών, για να νοηματοδοτήσουν και να αξιώσουν τρόπον τινά την ύπαρξή τους, κόντρα σε ένα απόλυτα διεφθαρμένο περιβάλλον.
Η διαφθορά, η ανηθικότητα, η ψυχοπάθεια και ο κυνισμός έχουν καλύψει ολοκληρωτικά αυτήν την πόλη, εκμαυλίζοντας και τους πιο "επιφανείς" από τους πολίτες της. Αστυνομικοί, ιερείς, όλοι τους, βαθιά βουτηγμένοι στην αμαρτία και στην παράνοια. Δεν υπάρχει κανένας φωτεινός οδοδείκτης για να δείξει τον δρόμο εδώ, καμιά ιδεολογία και κανένα σύστημα αξιών για να νοημαδοτήσει - έστω και ψευδαισθητικά - την ύπαρξη. "Κόλαση είναι να ξυπνάς κάθε μέρα και να μην ξέρεις γιατί είσαι εδώ" λέει κάποια στιγμή ένας από τους τρεις ήρωες του φιλμ. Αναγκαστικά λοιπόν, αφού όλες οι εξωτερικές αναφορές έχουν εκλείψει, η νοηματοδότηση της ύπαρξης, θα πρέπει να πηγάσει από την ενδοσκόπηση και το εσωτερικό.
Αυτήν η υπαρξιστική χροιά του φιλμ, η πεσσιμιστική αλλά ειλικρινής συνειδητοποίηση ότι "όλα είναι ένα ψέμα" (οι σερβιρισμένες ιδεολογίες και αξίες) για να καλυφθεί συμβολικά, αλλά όχι πραγματικά, η εγγενής έλλειψη του υποκειμένου ("το υποκείμενο δεν είναι παρά μια έλλεψη", όπως μας θυμίζει ο Λακάν) και η αναγκαστική στροφή στο εσωτερικό που επιβάλλει μια τέτοια συνειδητοποίηση για να βρεθεί μια "λύση", καθιστούν το φιλμ μία αμυδρή έστω πορεία αυτογνωσίας, καταξιώνοντάς το ως ένα βαθμό στα μάτια μου. Οι ήρωες του φιλμ, ("πρώην κακοί") προσπαθούν να προασπιστούν με την ίδια τους τη ζωή ένα δικό τους σύστημα αξιών, για να νοηματοδοτήσουν και να αξιώσουν τρόπον τινά την ύπαρξή τους, κόντρα σε ένα απόλυτα διεφθαρμένο περιβάλλον.
Είναι και αυτές οι νουάρ και κόμικ καταβολές με την ατέλειωτη σκοτεινιά και τους συναισθηματικά αποστασιοποιημένους, κυνικά ειλικρινείς και επικά φορτισμένους διαλόγους (αλλά κυρίως εσωτερικούς μονολόγους), όλη αυτήν η σκιαγράφιση του "κάτω κόσμου" και του "νόμου της νύχτας", που αγγίζουν υπόγειες αρχετυπικές χορδές του ασυνειδήτου μας. Σημαντικό μελανό σημείο οι υπερβολικές ποσότητες βίας για τη βία, που από κάποιο σημείο και μετά με κούρασαν αρκετά.
Ο λόγος όμως που διάλεξα τούτη την ταινία είναι για την εισαγωγική σκηνή (δες βίντεο), με την στυλιστική ακραιφνώς ρομαντική - μυστικιστική διασύνδεση έρωτα και θανάτου που υποβάλλει ("ο έρωτας είναι η μέχρι θανάτου επιδοκιμασία της ζωής", έγραψε ο Μπατάιγ και στην ίδια γραμμή ο Όσιμα ισχυρίστηκε ότι "κάθε οργασμός είναι ένας μικρός θάνατος και ο θάνατος ο μεγαλύτερος οργασμός"), αλλά και για τον πληγωμένο φρυχηθμό του σαξοφώνου στους τίτλους της αρχής, έτσι όπως ξεπηδά από τα έγκατα της αμαρτωλής μητρόπολης, για να μετατραπεί σε απεγνωσμένη έκκληση των τραυματισμένων από την έλλειψη υπάρξεών της.