ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ (Gertrud, 1964)

Η Γερτρούδη είναι μία γυναίκα που αναζητά ασυμβίβαστα και ολοκληρωτικά την αληθινή αγάπη, αλλά δεν συναντά παρά μόνο τις σκιές της. Οι άντρες με τους οποίους συνάπτει σχέσεις, αδυνατούν να ξεπεράσουν τις απαιτήσεις της καθημερινότητας, την ματαιοδοξία τους, ή την στενή οπτική τους για την αγάπη (ως σεξουαλική συνεύρεση μόνο, ή ως ένα ευχάριστο διάλειμμα από την σκληρή καθημερινότητα που διατηρεί την πρωτοκαθεδρία μέσα τους) και να σταθούν στο ύψος των απαιτήσεων της, καταδικάζοντάς την έτσι στην ερήμωση και τη μοναξιά.

Αν δούμε την Γερτρούδη σαν ένα ανθρώπινο πρόσωπο, είναι αδύνατον να μην αντιπαθήσουμε  τον διογκωμένο ναρκισσισμό της, την σκληρότητα και την "απάνθρωπη" προσήλωσή της σε μια ιδέα που δεν την αφήνει να υποχωρήσει, να θυσιαστεί και να συμβιβαστεί ως ένα βαθμό στις σχέσεις της με τους άλλους,  προκειμένου γίνει το δικό της, αλλά ο αυτοπροσδιορισμό της "ως πρωινή δροσιά στα φύλλα των δέντρων, το φεγγάρι, ο ουρανός..." μας κατευθύνει να την ερμηνεύσουμε ως ένα σύμβολο της Αγάπης μάλλον, για την οποία οι άνθρωποι αν και αναγνωρίζουν την αξία της, αδυνατούν να αποκωδικοποιήσουν τις βουλές της και πολύ περισσότερο να την κατέχουν.

Στο κύκνειο άσμα του, ο Ντράγιερ επιλέγει μία αυστηρή θεατρική και γεωμετρική δομή στην αφήγησή του, με στυλιζαρισμένη ως ένα βαθμό και αποδραματοποιημένη υποκριτική, εκφορά του λόγου σαν απαγγελία, επικοινωνία με πρόσωπα που δεν κοιτιούνται μεταξύ τους, έμφαση στο λευκό που προσδίδει μεταφυσικές διαστάσεις, για να μας θυμίσει πόσο μικροί είμαστε απέναντι στο θαύμα της Αγάπης και να μας κάνει - ίσως - να αναρωτηθούμε το γιατί.

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΖΙΓΚΟΛΟ (American Gigolo, 1980)

Ο Τζούλιαν (Ρίτσαρντ Γκήρ), είναι ένας ωραίος, κομψός, περιζήτητος και υψηλά αμειβόμενος ζιγκολό του Λος Άντζελες. Και εκεί που όλα φαίνονται να πηγαίνουν καλά, μία γυναίκα στην οποία είχε προσφέρει "υπηρεσίες" δολοφονείται και η αστυνομία αρχίζει να τον ανακρίνει, θεωρώντας τον ύποπτο για φόνο.

Ο Τζούλιαν, περιχαρακωμένος σε έναν υπέρμετρο εγωισμό, που του δημιουργείται από την ψευδαίσθηση του ελέγχου και της επιβολής (μέσω της γοητείας) που ασκεί στο περιβάλλον του και συναισθηματικά απονευρωμένος στον χειρότερο δυνατό βαθμό, εξωθείται σε μερικές οδυνηρές συνειδητοποιήσεις τόσο για τον εαυτό του, όσο και για το κόσμο που τον περιβάλλει, όταν ένα "σοκ" της ζωής (που θεωρούσε ότι ελέγχει) του γκρεμίζει τις ψευδαισθήσεις και τον εκθέτει αναπότρεπτα στην αλήθεια της μηδαμινότητάς, της ανημπόριας του και των αληθινών κινήτρων των άλλων.

Οι μάσκες σκίζονται, η αλήθεια φανερώνεται, για τον ίδιο και τον κόσμο γύρω του, εξευτελίζεται και ταπεινώνεται για να  μπορέσει να δεχθεί τη "Θεία Χάρη", που με την μορφή μιας γυναίκας είναι η μόνη που μπορεί να τον σώσει στο σημείο που βρίσκεται (σαφής αναφορά στον "Πορτοφολά" του Μπρεσόν, έχουν και το ίδιο τέλος). Στιλιστικό και λειτουργικό από ένα σπουδαίο ιχνηλάτη των σκοτεινών και ανομολόγητων πτυχών της ψυχής και τη  πόλης (Paul Schrader), που αν και γνώρισε μεγάλη επιτυχία δεν εκτιμήθηκε δεόντως.

Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΚΥΚΛΟΣ (Le cercle rouge, 1970)

Ένας κατάδικος ξεφεύγει από την επιτήρηση του επιθεωρητή και κρύβεται στο πορτ παγκάζ ενός νεαρού Γάλλου του υποκόσμου, που μόλις ελευθερώθηκε από την φυλακή. Οι δυο τους, ελεύθεροι, αποφασίζουν να βοηθήσουν έναν αλκοολικό πρώην αστυνομικό για να στήσουν μια περίτεχνη ληστεία σε ένα χρυσοχοείο του Παρισιού.

Όλα τα συστατικά του μελβιλικού σύμπαντος είναι εδώ παρόντα και περισσότερο ίσως από ποτέ άλλοτε, τόσο σοφά αναμεμειγμένα: στιλάτη σκηνοθεσία (σημείο αναφοράς και πρότυπο μίμησης από πολλούς σύγχρονους σκηνοθέτες), υποβλητική ατμόσφαιρα, υποδειγματική αξιοποίηση των εξωτερικών φυσικών χώρων και αναφορές στην ανατολική μεταφυσική φιλοσοφία (τόσο θεματικά, όσο και αισθητικά).

Το αναπότρεπτο της μοίρας, η κυριαρχία των συμπτώσεων και φυσικά, η ανδρική φιλία, ο κώδικας τιμής (καθήκον, μπέσα, αξιοπρέπεια, ανταπόδωση) και ο πεσιμισμός που διατρέχει σαν αίσθηση κάθε ίνα του φιλμ. Ήρωες ξεπεσμένοι, γερασμένοι, μοναχικοί που βρίσκονται λες σε συνεχή εσωτερική αναζήτηση, με πλήρη επίγνωση της τραγικότητας της ζωής (που οδηγεί αποκλειστικά στον θάνατο), αλλά με ατσάλινη πίστη στον παραπάνω κώδικα τιμής.

Η πιο γνωστή σκηνή του φιλμ είναι αυτή της ληστείας, αλλά επέλεξα μια άλλη σεκάνς, που με την ελλειπτικότητα της, την απουσία πολύπλοκων εξηγήσεων και αναλύσεων συμπυκνώνει μέρος της θεματικής και αισθητικής του Μελβίλ με γοητευτικό τρόπο.

ΚΥΝΗΓΩΝΤΑΣ ΤΟ ΔΟΛΟΦΟΝΟ ΜΟΥ (D.O.A. 1950)

Ένας ασφαλιστής μπαίνει σε ένα αστυνομικό τμήμα και καταγγέλει ότι τον έχουν δολοφονήσει με ένα δηλητήριο που δίνει 24 ώρες ζωής! Μέσα σ'αυτό το διάστημα θα πρέπει να βρει τους δολοφόνους του, τους λόγους της πράξης τους και ενδεχομένως κάποιο αντίδοτο που θα του σώσει τη ζωή.

Με αυτόν τον πρωτότυπο τρόπο ξεκινά ένα από τα καλύτερα κλασικά φιλμ νουάρ, που διακρίνεται για την έντονη δράση του (που διεξάγεται κάτω από προθεσμίες εντείνοντας την αγωνία) την εμπνευσμένη σκηνοθεσία, αλλά και από μια ηθικολογική στάση στο ιδεολογικό πεδίο, αφού όλα τα κακά συμβαίνουν στον ήρωα από την στιγμή που αρνείται την ασφάλεια της οικιακής - συζυγικής  φωλιάς, για να ριχθεί στην περιπέτεια και την διασκέδαση. Έγινε έγχρωμο ριμέικ τη δεκαετία του ’80 με τον Ντένις Κουέιντ στον ρόλο του Ο’Μπράιεν.

ΕΝΑΣ ΑΝΔΡΑΣ ΜΟΝΟΣ (A Single Man, 2009)

Η ταινία μας μεταφέρει στο Λος Άντζελες του 1962, στην κορύφωση της κρίσης με την Κούβα, και παρακολουθεί μία μέρα από τη ζωή του Τζορτζ Φάλκονερ, ενός 52χρονου Βρετανού καθηγητή πανεπιστημίου (Κόλιν Φερθ) που αδυνατεί να βρει νόημα στη ζωή του μετά τον θάνατο του επί σειρά ετών συντρόφου του, Τζιμ (Μάθιου Γκούντι) και αποφασίζει να αυτοκτονήσει.

Ο διακεκριμένος σχεδιαστής μόδας Tom Ford και μανιώδης σινεφίλ, στο σκηνοθετικό του ντεπούτο επιλέγει την κινηματογράφιση του ομώνυμου βιβλίου του Christopher Isherwood, ενός από τα σημαντικότερα έργα του κινήματος της gay απελευθέρωσης και εστιάζει στην απελπισμένη ψυχή του ήρωα, που αδυνατεί να αποκολληθεί από το παρελθόν και να νοηματοδοτήσει τη ζωή του, υπογράφοντας μία από τις καλύτερες ταινίες των τελευταίων ετών και προσφέροντας μας ένα ανέλπιστο δώρο.

Ο ίδιος σημειώνει ότι "...η ταινία υπερβαίνει τα όρια του φύλου. Έχει να κάνει με την απώλεια και τη μοναξιά, ένα θέμα παγκόσμιο" και είναι πράγματι εκπληκτικός ο τρόπος που το πραγματώνει. Με άρτια αισθητική (υποδειγματική χρήση των χρωμάτων ως συμβόλων της συναισθηματικής κατάστασης του ήρωα, λειτουργική χρήση του φλας μπακ, της μουσικής, της σιωπής και του μοντάζ), και με συγκλονιστική ερμηνεία από τον Κόλιν Φερθ, οργανώνει ένα κορυφαίο υπαρξιακό πόνημα πάνω στην απώλεια. "Ενήλικο σινεμά" που θα θέλαμε να βλέπαμε πιο συχνά.

 

Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ (The Pledge, 2001)

Ο Τζακ Νίκολσον αρχηγός της τοπικής αστυνομίας κάπου στις μεσοδυτικές πολιτείες της ΗΠΑ αποφασίζει να αναλάβει την τελευταία του υπόθεση πριν συνταξιοδοτηθεί. Να βρει τον βιαστή και δολοφόνο ενός μικρού κοριτσιού πάση θυσία. Αυτήν είναι η υπόσχεση που δίνει στους γονείς του όταν βρίσκεται στην δυσάρεστη θέση να τους ανακοινώσει το τραγικό γεγονός και δεσμεύεται ολοκληρωτικά απ'αυτήν σε σημείο να του γίνει εμμονή.

Με νωχελικούς αφηγηματικούς ρυθμούς ο Sean Penn ξετυλίγει ένα αριστουργηματικό υπαρξιακό θρίλλερ, μελαγχολικό σχόλιο πάνω στο βάρος της ενοχής και της αδήρητης ανάγκης για λύτρωση απ'αυτήν. Όλος ο σχεδιασμός της ζωής του ήρωα οργανώνεται υπό την πίεση αυτού του βάρους, και της υπόσχεσης που έδωσε. Οι καθημερινές "ταπεινές" χαρές  της ζωής υποτάσσονται στον σκοπό αυτόν, αφού αποδεικνύονται ανίκανες να του φέρουν την πολυπόθητη λύτρωση.

Η αμφισβήτηση της ψυχικής ισορροπίας του ήρωα, που φέρνει αριστοτεχνικά κάποια στιγμή στο προσκήνιο ο Sean Penn, εντείνουν το διφορούμενο και αυξάνουν την γοητεία του φιλμ. Στο τέλος σπρώχνει τον ήρωα και του θεατές στο κενό και δίνει στον Νίκολσον την ευκαιρία για μια συνταρακτική ερμηνεία της απόγνωσης.