Ο Μπαντ Μπάξτερ (Jack Lemmon), είναι ένας υπαλληλάκος που παραχωρεί την γκαρσονιέρα του στους προϊσταμένους του για τα κρυφά ερωτικά ραντεβού τους, με αντάλλαγμα την επαγγελματική του εξέλιξη. Όταν όμως του τη ζητήσει και ο πρόεδρος της εταιρίας, για να συναντηθεί με μια κοπέλα που έχει ερωτευτεί και ο ίδιος (Shirley MacLaine), τα πράγματα φθάνουν στα άκρα και θα πρέπει να αποφασίσει επιτέλους, τι στ'αλήθεια θέλει. Και να το πράξει.
Κατάπικρο σχόλιο για την αλλοτρίωση του ανθρώπου στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες και για την απώλεια της ουσιαστικής του ταυτότητας, επενδυμένο με την φόρμα μιας πανέξυπνης ερωτικής κομεντί. Το διαβολικά ευφυές σενάριο (με τα εμπνευσμένα επεισόδια, την χαρακτηρολογική του εμβρίθεια, τους εύστοχους διαλόγους), σφύζει από κοινωνιολογικές, υπαρξιακές, φιλοσοφικές επισημάνσεις, γεμάτο ειρωνία και σαρκασμό, χωρίς καθόλου όμως να μειώνει την απόλαυση της κωμικής πλοκής του πρώτου επιπέδου. Η αφήγηση του Μπίλυ Ουάιλντερ είναι εξάλλου υποδειγματική.
Ο Μπάξτερ αντί για όνομα έχει αρχικά, αντί σε γραφείο κάθεται σε τραπέζι, οι άλλοι απευθύνονται σε αυτόν σαν σε παιδί, δεν έχει μάθει να λέει ποτέ όχι, δεν έχει διεκδικήσει ποτέ αυτό που αγαπά, επαναλαμβάνει τα λόγια των άλλων σαν δικές του σκέψεις, η μοναδική πρωτοβουλία που επιδεικνύει είναι για να εξυπηρετήσει τις επιθυμίες των άλλων και όλα αυτά επειδή απεχθάνεται την σύγκρουση και τη βία, αναπόφευκτη όμως ως ένα βαθμό στις ανθρώπινες σχέσεις, κατά την διεκδίκηση των αναγκών μας κόντρα στις ανάγκες των άλλων (η απέχθειά του για τη βία φανερώνεται έξυπνα όταν αλλάζει τα κανάλια που περιέχουν ταινίες με βία).
Ένας άνθρωπος δηλαδή με ολοκληρωτική την απώλεια της επαφής με τον ουσιαστικό του εαυτό και τις αληθινές του ανάγκες, χωρίς ξεχωριστή ατομικότητα και λόγο, που προσδοκά όμως την επαγγελματική του ανέλιξη. Η ψυχή του έχει λεηλατηθεί από τις επιθυμίες και τις πεποιθήσεις των άλλων (η γκαρσονιέρα ως μεταφορά αυτής της λεηλατικής διαδικασίας, με τον ίδιο να μένει έξω από αυτήν, έξω δηλαδή από τον εαυτό του), που δουλικά αυτός αποδέχεται και εξυπηρετεί, προκειμένου να διατηρήσει μια κακώς εννοούμενη ηρεμία (που έτσι και αλλιώς δεν διατηρεί ποτέ) και να καταφέρει την αναρρίχησή του σε ανώτερα επαγγελματικά πόστα. Ο ορισμός δηλαδή της αλλοτριωμένης μη αυθεντικής ύπαρξης, που απώλεσε την εσωτερική της ατομικότητά, για χάρη εξωτερικών επιβεβλημένων αξιών που βαθύτερα δεν τον νοιάζουν (ο έρωτας για τη γυναίκα αυτό θα του δείξει).
Τα σχόλια του φιλμ για την Αμερική που έχει απωλέσει και αυτήν (όπως και όλες οι δυτικές κοινωνίες) τον ιδεαλισμό των αρχικών της στόχων, για να βουτήξει στον άκρατο υλισμό του χρήματος και της καλοπέρασης, όπως και για τις σχέσεις εξουσίας/υποταγής στον εργασιακό χώρο, είναι σαφή, εμφανή και σαρκαστικά οργανωμένα. Εκείνο όμως που κατά τη γνώμη μου κυριαρχεί θεματικά είναι μία σκόπιμη πιστεύω αναφορά στην υπαρξιακή φιλοσοφία του Μάρτιν Χάιντεγκερ (η διπλή αναφορά των προσώπων στη "διαδικασία οντοποίησης" αυτό δείχνει) και από την οπτική αυτήν, ο Μπάξτερ δεν είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση αλλοτρίωσης, αλλά ένα ακραίο παράδειγμα της υπαρξιακής αλλοτρίωσης για την οποία μίλησε ο φιλόσοφος και που αφορά όλους μας. Λιγότερο ή περισσότερο.
Κατάπικρο σχόλιο για την αλλοτρίωση του ανθρώπου στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες και για την απώλεια της ουσιαστικής του ταυτότητας, επενδυμένο με την φόρμα μιας πανέξυπνης ερωτικής κομεντί. Το διαβολικά ευφυές σενάριο (με τα εμπνευσμένα επεισόδια, την χαρακτηρολογική του εμβρίθεια, τους εύστοχους διαλόγους), σφύζει από κοινωνιολογικές, υπαρξιακές, φιλοσοφικές επισημάνσεις, γεμάτο ειρωνία και σαρκασμό, χωρίς καθόλου όμως να μειώνει την απόλαυση της κωμικής πλοκής του πρώτου επιπέδου. Η αφήγηση του Μπίλυ Ουάιλντερ είναι εξάλλου υποδειγματική.
Ο Μπάξτερ αντί για όνομα έχει αρχικά, αντί σε γραφείο κάθεται σε τραπέζι, οι άλλοι απευθύνονται σε αυτόν σαν σε παιδί, δεν έχει μάθει να λέει ποτέ όχι, δεν έχει διεκδικήσει ποτέ αυτό που αγαπά, επαναλαμβάνει τα λόγια των άλλων σαν δικές του σκέψεις, η μοναδική πρωτοβουλία που επιδεικνύει είναι για να εξυπηρετήσει τις επιθυμίες των άλλων και όλα αυτά επειδή απεχθάνεται την σύγκρουση και τη βία, αναπόφευκτη όμως ως ένα βαθμό στις ανθρώπινες σχέσεις, κατά την διεκδίκηση των αναγκών μας κόντρα στις ανάγκες των άλλων (η απέχθειά του για τη βία φανερώνεται έξυπνα όταν αλλάζει τα κανάλια που περιέχουν ταινίες με βία).
Ένας άνθρωπος δηλαδή με ολοκληρωτική την απώλεια της επαφής με τον ουσιαστικό του εαυτό και τις αληθινές του ανάγκες, χωρίς ξεχωριστή ατομικότητα και λόγο, που προσδοκά όμως την επαγγελματική του ανέλιξη. Η ψυχή του έχει λεηλατηθεί από τις επιθυμίες και τις πεποιθήσεις των άλλων (η γκαρσονιέρα ως μεταφορά αυτής της λεηλατικής διαδικασίας, με τον ίδιο να μένει έξω από αυτήν, έξω δηλαδή από τον εαυτό του), που δουλικά αυτός αποδέχεται και εξυπηρετεί, προκειμένου να διατηρήσει μια κακώς εννοούμενη ηρεμία (που έτσι και αλλιώς δεν διατηρεί ποτέ) και να καταφέρει την αναρρίχησή του σε ανώτερα επαγγελματικά πόστα. Ο ορισμός δηλαδή της αλλοτριωμένης μη αυθεντικής ύπαρξης, που απώλεσε την εσωτερική της ατομικότητά, για χάρη εξωτερικών επιβεβλημένων αξιών που βαθύτερα δεν τον νοιάζουν (ο έρωτας για τη γυναίκα αυτό θα του δείξει).
Τα σχόλια του φιλμ για την Αμερική που έχει απωλέσει και αυτήν (όπως και όλες οι δυτικές κοινωνίες) τον ιδεαλισμό των αρχικών της στόχων, για να βουτήξει στον άκρατο υλισμό του χρήματος και της καλοπέρασης, όπως και για τις σχέσεις εξουσίας/υποταγής στον εργασιακό χώρο, είναι σαφή, εμφανή και σαρκαστικά οργανωμένα. Εκείνο όμως που κατά τη γνώμη μου κυριαρχεί θεματικά είναι μία σκόπιμη πιστεύω αναφορά στην υπαρξιακή φιλοσοφία του Μάρτιν Χάιντεγκερ (η διπλή αναφορά των προσώπων στη "διαδικασία οντοποίησης" αυτό δείχνει) και από την οπτική αυτήν, ο Μπάξτερ δεν είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση αλλοτρίωσης, αλλά ένα ακραίο παράδειγμα της υπαρξιακής αλλοτρίωσης για την οποία μίλησε ο φιλόσοφος και που αφορά όλους μας. Λιγότερο ή περισσότερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου