ΑΣΑΝΣΕΡ ΓΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΣ (Ascenseur pour l`Echafaud / Elevator to the Gallows, 1958)

Ο Ζουλιέν ένας πρώην αλεξιπτωτιστής και τιμημένος με αρκετά μετάλλια κατά τη διάρκεια του πολέμου, δουλεύει για έναν έμπορο όπλων και έχει κρυφή ερωτική σχέση με τη γυναίκα του τελευταίου. Σε συνεννόηση μ' αυτήν, θα προσπαθήσει να σκοτώσει το αφεντικό του, αλλά για κακή του τύχη θα κλειστεί στο ασανσέρ για ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο. Ένα ζευγάρι νέων θα κλέψουν το αυτοκίνητο του και θα μπλέξουν σε μια ιστορία φόνου ενοχοποιώντας τον Ζουλιέν. Η ερωμένη του, Φλοράνς, τον αναζητά απεγνωσμένα στους νυχτερινούς δρόμους του Παρισιού.

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Λουί Μαλ είναι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο μία θαυμαστή άσκηση ύφους στο είδος του φιλμ νουάρ, που τον καθιέρωσε ως έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της nouvelle vague και της γαλλικής κινηματογραφίας. Στην αναβράζουσα εκείνη εποχή των γοργών ιδεολογικών και πολιτικών εξελίξεων το κοινωνιολογικό σχόλιο δεν θα μπορούσε να απουσιάζει και έτσι όλοι οι χαρακτήρες επενδύονται με επιλέον νοήματα και σημασίες, προκειμένου να επιτρέψουν στον Μαλ να το αρθρώσει κινηματογραφικά.

Η πλοκή της ιστορίας ακολουθεί τρεις διαδρομές, που ο Μαλ αφηγείται παράλληλα. Το πάθημα κατ'αρχάς του Ζουλιέν που παγιδεύεται στο ασανσέρ (ο υπαρξιακός δηλαδή εγκλωβισμός ενός πρώην ήρωα του πολέμου που σε καιρό ειρήνης προδίδει τις αρχές του για να υπηρετήσει έναν διεφθαρμένο καπιταλιστή και να μετάσχει έτσι της "μεγάλης ζωής"), την πορεία δύο ανώριμων νέων ανθρώπων (που πίσω από την δήθεν ρομαντική και επαναστατική οπτική τους - ο μικρός δεν πίνει το ποτό με τους Γερμανούς ως ένδειξη πολιτικής διαμαρτυρίας - κρύβεται επίσης ο πόθος της "μεγάλης ζωής"), την αναζήτηση τέλος του Ζουλιέν από τη Φλοράνς (την αναζήτηση του Έρωτα ως λυτρωτική φυγή από τον συμβιβασμό στην ασφάλεια του χρήματος και της κοινωνικής ισχύος που επέλεξε και αυτήν, παντρευόμενη τον έμπορο όπλων).

Ο ρομαντισμός των νέων είναι ρηχός, ανερμάτιστος, ένα απλό και "αποενοχοποιητικό" προκάλυμμα για τον υλισμό των βαθύτερων επιθυμιών τους (καυστικό σχόλιο για την επαναστατημένη γενιά του '60). Ο Ζουλιέν και η Φλοράνς, είναι οι ώριμοι εκφραστές, οι ένσαρκες υλοποιήσεις αυτών των επιθυμιών και επομένως τα κρυφά τους ινδάλματα (εποφθαλμιούν το αυτοκίνητο του Ζουλιέν και ότι αυτό συμβολίζει κοινωνικά). Όλοι τους λοιπόν είναι ένοχοι για την "άνευ όρων παράδοση" και το ξεπούλημά τους στον κενό υλισμό του καπιταλισμού (μικρή σημασία έχει αν το φόνο των Γερμανών δεν τον έπραξε ο Ζουλιέν όπως γράφουν οι εφημερίδες) και επομένως πρέπει να τιμωρηθούν. Ο έρωτας που κυνηγούν με πάθος και από τον οποίον γραπώνονται απελπισμένα προκειμένου να εξιλεωθούν από το βάρος των ενοχών, εμφανίζεται ανίκανος εδώ να αποτρέψει την καθαρτική διαδικασία της τιμωρίας, για το έκλημα που διέπραξαν κατ'αρχάς απέναντι στον εαυτό τους.

Οι παρεξηγήσεις, το τυχαίο, τα "παιχνίδια της μοίρας" εισβάλλουν κάθε τόσο ως σεναριακά τεχνάσματα, για να μπολιάσουν με αρκετές δόσεις τραγικότητας και ειρωνίας, τα δρώμενα και τους χαρακτήρες. Οι όποιες αδυναμίες του φιλμ, υποσκελίζονται από το υπνωτικό και ονειρικό κλίμα που δημιουργεί ο Μαλ με τους φωτισμούς, τα κάδρα και τους χώρους (βλέπε την νυχτερινή περιπλάνηση της αμακιγιάριστης Ζαν Μορώ στους δρόμους του Παρισιού), από την στοιχειωτική μουσική του Miles Davis (από τα πιο έξοχα σάουντρακ όλων των εποχών) και φυσικά από τον αγέραστο κοινωνικό προβληματισμό του, που παραμένει πιο επίκαιρος από ποτέ.

1 σχόλιο:

Chris Karpis είπε...

Άλλο ένα εκπληκτικό film noir απο τη Γαλλία, περιέχοντας πλήθος κοινωνικών σχολίων όπως πολύ σωστά αναφέρεις. Οι χαρακτήρες είναι τόσο καλά δουλεμένοι, που μοιάζουν να ξεπήδησαν απο το Παρίσι των 50's