Ένας νεαρός αγρότης φλερτάρει μία γυναίκα και της προτείνει να την πάει στο σπίτι της. Ένα φιλί στο λαιμό, λίγο πριν φθάσουν στο τροχόσπιτο που μένει, θα αρρωστήσει τον άντρα ο οποίος τρικλίζοντας από αδυναμία θα προσπαθήσει να γυρίσει στο σπίτι του. Λίγο πριν φθάσει όμως, το τροχόσπιτο της κοπέλας θα εφορμήσει με ταχύτητα και ένα χέρι θα τον αρπάξει μέσα. Εκεί θα διαπιστώσει ότι η κοπέλα και η παρέα της είναι αθάνατα βαμπίρ, καταδικασμένα να ζουν στη νύχτα και να τρέφονται με το αίμα των ζωντανών. Θα αναγκαστεί να συνυπάρξει μαζί τους.
Μία ρομαντική ελεγειακή ταινία τρόμου από την Κάθριν Μπίγκελοου (πολλά χρόνια πριν βραβευτεί για το "The hurt locker"), με ανανεωτική ματιά και ανάμιξη της μυθολογίας των βαμπίρ με αυτήν του γουέστερν. Κατεβαίνει στον κόσμο του ερέβους για να αλιεύσει την σπαρακτική μοναξιά των απέθαντων πλασμάτων της νύχτας και να την καταστήσει ανατριχιαστική αλληγορία της μοναξιάς του κόσμου μας αλλά και μία οδυνηρή υπενθύμιση για τον νοσηρό εγωισμό και τη βουλιμική αρπακτικότητα των σχέσεών μας. Παράγοντας με τη σκοτεινή της ποίηση και τους επιβραδυμένους αφηγηματικούς ρυθμούς, ένα μικρό φιλμικό διαμάντι ιδιαίτερης ομορφιάς.
Ούτε η αθανασία, ούτε η παντοδυναμία είναι αρκετά για να καλύψουν το θλιβερό υπαρξιακό κενό αυτών των πλασμάτων της νύχτας. Καταδικασμένα στη μοναξιά, τα διατρέχει υπόγεια μια συγκινητική, ανομολόγητη ανάγκη για επιστροφή στον κόσμο του φωτός. Οι άλλοι άνθρωποι δεν είναι παρά η τροφή της επιβίωσής τους. Καμία αναγνώριση της υπόστασής τους, καμία συναισθηματική εμπλοκή μαζί τους, καμία ζωογόνα επικοινωνία, παρά μόνο το φαγητό τους. Ρουφούν τον αίμα και την ενέργειά τους, για να ανανεώσουν τη δική τους. Τους σκοτώνουν αδίστακτα, για να υπάρξουν αυτά.
Ο Έρωτας, ως η δύναμη εκείνη που ωθεί σε ολοένα και πιο διευρυμένες ενότητες, ωθεί και αυτά στην ανεύρευση του άλλου τους μισού, που αναγνωρίζουν ότι έχουν ανάγκη. Όταν όμως το βρίσκουν αδυνατούν να ξεφύγουν από τις πιεστικές παρορμήσεις της φύσης τους. Αντί να τις θυσιάσουν για να συνυπάρξουν με τον άλλον σε ένα ανώτερο επίπεδο σχέσης ("μέτρο της αγάπης η θυσία"), υποτάσσονται σε αυτές, κατεβάζοντας τον άλλον στην δικιά τους σκοτεινιά. Τον δαγκώνουν και τον παίρνουν μαζί τους στην ατέλειωτη νύχτα (οι σαφείς σεξουαλικοί υπαινιγμοί της βαμπιρικής μυθολογίας είναι παρόντες κι εδώ, με το δάγκωμα του χεριού να προστίθεται στο παραδοσιακό δάγκωμα του λαιμού, εξίσου φορτισμένο σεξουαλικά με το δεύτερο).
Η μοναξιά όμως δεν παύεται έτσι, απλώς μοιράζεται. Το αίσθημα του ανεκπλήρωτου (ανικανοποίητου), συνεχίζει να τους βασανίζει. Το υπαρξιακό κενό παραμένει. Μικρότερο μεν, υπαρκτό δε. Το σεξ φροντίζει ως ένα βαθμό τις πληγές, αλλά δεν τις επουλώνει ολοκληρωτικά. Η επιθυμία του φωτός κυλάει νοσταλγικά μέσα τους ("Δεν σου λείπει το φως;", ρωτάει ο νεαρός στην κοπέλα) και τους καλεί στην θυσία. Κάτι που τελικά θα πραγματοποιήσει συνειδητά η κοπέλα, για να συναντήσει τον αγαπημένο της. Τον σώζει με κίνδυνο της ζωής της, αντιστέκεται στις παρορμήσεις της φύσης της (στο πλάνο προς το τέλος όπου ξανασυναντιούνται δεν τον δαγκώνει ξανά), αλλάζει υπαρξιακά και έτσι συνάπτουν σχέση σε ένα νέο ανώτερο επίπεδο, κατάφορτο από το λυτρωτικό απαύγασμα του φωτός.
Μία ρομαντική ελεγειακή ταινία τρόμου από την Κάθριν Μπίγκελοου (πολλά χρόνια πριν βραβευτεί για το "The hurt locker"), με ανανεωτική ματιά και ανάμιξη της μυθολογίας των βαμπίρ με αυτήν του γουέστερν. Κατεβαίνει στον κόσμο του ερέβους για να αλιεύσει την σπαρακτική μοναξιά των απέθαντων πλασμάτων της νύχτας και να την καταστήσει ανατριχιαστική αλληγορία της μοναξιάς του κόσμου μας αλλά και μία οδυνηρή υπενθύμιση για τον νοσηρό εγωισμό και τη βουλιμική αρπακτικότητα των σχέσεών μας. Παράγοντας με τη σκοτεινή της ποίηση και τους επιβραδυμένους αφηγηματικούς ρυθμούς, ένα μικρό φιλμικό διαμάντι ιδιαίτερης ομορφιάς.
Ούτε η αθανασία, ούτε η παντοδυναμία είναι αρκετά για να καλύψουν το θλιβερό υπαρξιακό κενό αυτών των πλασμάτων της νύχτας. Καταδικασμένα στη μοναξιά, τα διατρέχει υπόγεια μια συγκινητική, ανομολόγητη ανάγκη για επιστροφή στον κόσμο του φωτός. Οι άλλοι άνθρωποι δεν είναι παρά η τροφή της επιβίωσής τους. Καμία αναγνώριση της υπόστασής τους, καμία συναισθηματική εμπλοκή μαζί τους, καμία ζωογόνα επικοινωνία, παρά μόνο το φαγητό τους. Ρουφούν τον αίμα και την ενέργειά τους, για να ανανεώσουν τη δική τους. Τους σκοτώνουν αδίστακτα, για να υπάρξουν αυτά.
Ο Έρωτας, ως η δύναμη εκείνη που ωθεί σε ολοένα και πιο διευρυμένες ενότητες, ωθεί και αυτά στην ανεύρευση του άλλου τους μισού, που αναγνωρίζουν ότι έχουν ανάγκη. Όταν όμως το βρίσκουν αδυνατούν να ξεφύγουν από τις πιεστικές παρορμήσεις της φύσης τους. Αντί να τις θυσιάσουν για να συνυπάρξουν με τον άλλον σε ένα ανώτερο επίπεδο σχέσης ("μέτρο της αγάπης η θυσία"), υποτάσσονται σε αυτές, κατεβάζοντας τον άλλον στην δικιά τους σκοτεινιά. Τον δαγκώνουν και τον παίρνουν μαζί τους στην ατέλειωτη νύχτα (οι σαφείς σεξουαλικοί υπαινιγμοί της βαμπιρικής μυθολογίας είναι παρόντες κι εδώ, με το δάγκωμα του χεριού να προστίθεται στο παραδοσιακό δάγκωμα του λαιμού, εξίσου φορτισμένο σεξουαλικά με το δεύτερο).
Η μοναξιά όμως δεν παύεται έτσι, απλώς μοιράζεται. Το αίσθημα του ανεκπλήρωτου (ανικανοποίητου), συνεχίζει να τους βασανίζει. Το υπαρξιακό κενό παραμένει. Μικρότερο μεν, υπαρκτό δε. Το σεξ φροντίζει ως ένα βαθμό τις πληγές, αλλά δεν τις επουλώνει ολοκληρωτικά. Η επιθυμία του φωτός κυλάει νοσταλγικά μέσα τους ("Δεν σου λείπει το φως;", ρωτάει ο νεαρός στην κοπέλα) και τους καλεί στην θυσία. Κάτι που τελικά θα πραγματοποιήσει συνειδητά η κοπέλα, για να συναντήσει τον αγαπημένο της. Τον σώζει με κίνδυνο της ζωής της, αντιστέκεται στις παρορμήσεις της φύσης της (στο πλάνο προς το τέλος όπου ξανασυναντιούνται δεν τον δαγκώνει ξανά), αλλάζει υπαρξιακά και έτσι συνάπτουν σχέση σε ένα νέο ανώτερο επίπεδο, κατάφορτο από το λυτρωτικό απαύγασμα του φωτός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου