Ο Μαρσέλ Μαρξ ένας συγγραφέας που το θεατρικό του έργο απορρίφθηκε από έναν εκδότη, διώχνεται από το σπίτι που νοίκιαζε αφού δεν έχει να πληρώσει το νοίκι. Πηγαίνοντας να φάει σ'ένα εστιατόριο θα γνωρίσει τον Αλβανό ζωγράφο Ροντόλφο, που θα προσφερθεί να μοιραστούν το φαγητό του. Γυρίζοντας στο σπίτι θα συναντήσουν τον καινούριο ενοικιαστή, τον Ιρλανδό συνθέτη Σόναρ. Οι τρεις τους θα γίνουν αχώριστοι φίλοι, διάγοντας μποέμικη ζωή, προσπαθώντας να νικήσουν την φτώχεια που τους απειλεί συνεχώς.
Από την πρώτη κιόλας σκηνή, όταν ακόμα πέφτουν οι τίτλοι, ο Φινλανδός Άκι Καουρισμάκι μας εισάγει στο πνεύμα και το ύφος της ταινίας του. Ένας άνθρωπος φιλμαρισμένος από ψηλά ώστε να επισημανθεί η ασημαντότητά του, προσπαθεί να διασχίσει τα σκουπίδια αλλά πέφτει και χτυπάει. Σηκώνεται και με στωική αταραξία διαπιστώνει το τραύμα του για να συνεχίσει την πορεία του. Ένας κωμικός τόνος αχνοφαίνεται πίσω από την δραματικότητα του επεισοδίου και το πυχτό ασπρόμαυρο του φιλμ.
Βασισμένο στο μυθιστόρημα του Ανρί Μιρζέρ "Σκηνές από τη ζωή των Μποέμ" (1851) τούτο δω το φιλμ (από τα καλύτερα του Καουρισμάκι με αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία) είναι μία μελαγχολική κωμωδία που αποτίει φόρο τιμής στην τσαπλινική αξιοπρέπεια του ήθους και την μπρεσσονική λιτότητα της αφήγησης, με το γνωστό ιδιότυπο χιούμορ του (που προσωπικά λατρεύω) και τον τρυφερό λυρισμό του να ξεπηδάει από κει που δεν τον περιμένεις. Ένας γλυκόπικρος στοχασμός πάνω στην ίδια τη ζωή και ένας ύμνος της στωικής αταραξίας, τόσο ως πρόταση ζωής, όσο και ως σκηνοθετική αντίληψη.
Οι τρεις φτωχοί καλλιτέχνες που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με τη ζωή τους, διέπονται από μία αυξημένη αίσθηση αξιοπρέπειας. Μιλούν και γράφουν με αριστοκρατική ευγένεια, απομακρυσμένοι από κάθε ίχνος συναισθηματικής υπερβολής (βιώνουν τον πόνο τους μοναχικά χωρίς υστερίες) και είναι από αυτήν την αντίθεση κατ'αρχάς (οικονομική ανέχεια/αριστοκρατική συμπεριφορά), που παράγεται το κωμικό και το γέλιο (ότι έδειξε ο Τσάπλιν με την ενδυματολογική του σημειολογία - από τη μέση και κάτω ρακένδυτος από τη μέση και πάνω ευγενής - ο Καουρισμάκι το δείχνει με το υποκριτικό στυλιζάρισμα). Οι δυσκολίες της ζωής (απειλείται ακόμα και η ίδια τους η επιβίωση), αδυνατούν να κάμψουν τον ιδεαλισμό, την τρυφερότητα και τον αλτρουισμό τους (που κραδαίνουν συνεχώς το φιλμ, μαζί και τις ψυχές μας).
Και είναι αυτήν η τρυφερότητα με τον αλτρουισμό που τελικά θα υπερκεράσουν και τα τελευταία απομεινάρια του εστετισμού (θα βρουν άλλη δουλειά) και εγωισμού τους. Ο Ροντόλφο δεν θα διστάσει να κάψει κάποια ποιήματα που έγραψε μικρός για να ζεσταθεί η αγαπημένη του, ενώ όταν η ζωή της τελευταίας απειλειθεί, όλοι τους θα πουλήσουν ότι αγαπημένο έχουν, για να μαζέψουν τα χρήματα της εγχείρησης. Ώστε να αφεθούν εντελώς άδειοι από υλικά και κοινωνικά υπάρχοντα στην μεγαλοσύνη της βαθιάς ανιδιοτελούς Αγάπης.
Μαζί βεβαίως με την παροιμιώδη ατάρακτη αξιοπρέπειά τους, που από αρχικός μηχανισμός γέλιου θα μετατραπεί στο τέλος - με μια απρόσμενη επιδέξια στροφή της πλοκής - σε υπέρτατο μάθημα στωικής αταραξίας και γαλήνιας αποδοχής της ζωής και της μοίρας. Χωρίς να τους αφανήσει το άγχος της επιβίωσης και η υστερία των ανεκπλήρωτων επιθυμιών. Όπως στις μέρες μας.
Από την πρώτη κιόλας σκηνή, όταν ακόμα πέφτουν οι τίτλοι, ο Φινλανδός Άκι Καουρισμάκι μας εισάγει στο πνεύμα και το ύφος της ταινίας του. Ένας άνθρωπος φιλμαρισμένος από ψηλά ώστε να επισημανθεί η ασημαντότητά του, προσπαθεί να διασχίσει τα σκουπίδια αλλά πέφτει και χτυπάει. Σηκώνεται και με στωική αταραξία διαπιστώνει το τραύμα του για να συνεχίσει την πορεία του. Ένας κωμικός τόνος αχνοφαίνεται πίσω από την δραματικότητα του επεισοδίου και το πυχτό ασπρόμαυρο του φιλμ.
Βασισμένο στο μυθιστόρημα του Ανρί Μιρζέρ "Σκηνές από τη ζωή των Μποέμ" (1851) τούτο δω το φιλμ (από τα καλύτερα του Καουρισμάκι με αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία) είναι μία μελαγχολική κωμωδία που αποτίει φόρο τιμής στην τσαπλινική αξιοπρέπεια του ήθους και την μπρεσσονική λιτότητα της αφήγησης, με το γνωστό ιδιότυπο χιούμορ του (που προσωπικά λατρεύω) και τον τρυφερό λυρισμό του να ξεπηδάει από κει που δεν τον περιμένεις. Ένας γλυκόπικρος στοχασμός πάνω στην ίδια τη ζωή και ένας ύμνος της στωικής αταραξίας, τόσο ως πρόταση ζωής, όσο και ως σκηνοθετική αντίληψη.
Οι τρεις φτωχοί καλλιτέχνες που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με τη ζωή τους, διέπονται από μία αυξημένη αίσθηση αξιοπρέπειας. Μιλούν και γράφουν με αριστοκρατική ευγένεια, απομακρυσμένοι από κάθε ίχνος συναισθηματικής υπερβολής (βιώνουν τον πόνο τους μοναχικά χωρίς υστερίες) και είναι από αυτήν την αντίθεση κατ'αρχάς (οικονομική ανέχεια/αριστοκρατική συμπεριφορά), που παράγεται το κωμικό και το γέλιο (ότι έδειξε ο Τσάπλιν με την ενδυματολογική του σημειολογία - από τη μέση και κάτω ρακένδυτος από τη μέση και πάνω ευγενής - ο Καουρισμάκι το δείχνει με το υποκριτικό στυλιζάρισμα). Οι δυσκολίες της ζωής (απειλείται ακόμα και η ίδια τους η επιβίωση), αδυνατούν να κάμψουν τον ιδεαλισμό, την τρυφερότητα και τον αλτρουισμό τους (που κραδαίνουν συνεχώς το φιλμ, μαζί και τις ψυχές μας).
Και είναι αυτήν η τρυφερότητα με τον αλτρουισμό που τελικά θα υπερκεράσουν και τα τελευταία απομεινάρια του εστετισμού (θα βρουν άλλη δουλειά) και εγωισμού τους. Ο Ροντόλφο δεν θα διστάσει να κάψει κάποια ποιήματα που έγραψε μικρός για να ζεσταθεί η αγαπημένη του, ενώ όταν η ζωή της τελευταίας απειλειθεί, όλοι τους θα πουλήσουν ότι αγαπημένο έχουν, για να μαζέψουν τα χρήματα της εγχείρησης. Ώστε να αφεθούν εντελώς άδειοι από υλικά και κοινωνικά υπάρχοντα στην μεγαλοσύνη της βαθιάς ανιδιοτελούς Αγάπης.
Μαζί βεβαίως με την παροιμιώδη ατάρακτη αξιοπρέπειά τους, που από αρχικός μηχανισμός γέλιου θα μετατραπεί στο τέλος - με μια απρόσμενη επιδέξια στροφή της πλοκής - σε υπέρτατο μάθημα στωικής αταραξίας και γαλήνιας αποδοχής της ζωής και της μοίρας. Χωρίς να τους αφανήσει το άγχος της επιβίωσης και η υστερία των ανεκπλήρωτων επιθυμιών. Όπως στις μέρες μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου