Ο Georges (Daniel Auteuil) παρουσιαστής μιας λογοτεχνικής εκπομπής ζει μία φαινομενικά ήσυχη ζωή στο Παρίσι με τη γυναίκα του Anne (Juliette Binoche) και το δωδεκάχρονο γιο τους, μέχρι τη στιγμή που κάποιος άγνωστος αρχίζει να τους στέλνει βιντεοκασέτες με το εξωτερικό του σπιτιού τους και του πατρικού του Georges. Ο τελευταίος θα υποθέσει ότι ο αποστολέας αυτών των κασετών είναι ένα πρόσωπο από το μακρινό του παρελθόν, απέναντι στο οποίο δεν φέρθηκε και με τον καλύτερο τρόπο. Θα τον αναζητήσει για να τον απειλήσει, ενώ ταυτόχρονα οι ενοχές και ο φόβος εμφανίζονται στο προσκήνιο της συνείδησής του, διασαλεύοντας την ψυχική του ηρεμία και τις σχέσεις του με τους άλλους.
Σε μια σκηνή από την "Εβδομη ήπειρο" (το πρώτο μέρος μιας άτυπης τριλογίας για τη συναισθηματική αποξένωση και τη βία) ο Χάνεκε βάζει τον άντρα να αναρωτιέται στην γυναίκα του καθώς βλέπουν αποχαυνωμένοι μία τηλεοπτική εκπομπή: "Τι θα συνέβαινε αν υπήρχε μία κάμερα στο εσωτερικό μας και παρακολουθούσε αμερόληπτα τις σκέψεις μας;". Δεκαέξι χρόνια μετά, έρχεται με τούτο το φιλμ, για να παραστήσει κινηματογραφικά αυτό το ερώτημα, να το σχολιάσει και να δώσει κατ' αρχάς μία ξεκάθαρη, σαφή απάντηση: "Εκείνο που θα έβλεπε αυτή η κάμερα αν τρύπωνε μέχρι τα μύχια της συνηθισμένης μας ύπαρξης πίσω από τις σκέψεις, επιθυμίες, αρέσκειες και απαρέσκειες της επιφάνειας και πέρα από τις εκλογικεύσεις και τους ψυχολογικούς μηχανισμούς άμυνας που φροντίζουν να μας αποκρύβουν την δυσβάσταχτη αλήθεια, θα ήταν ο φόβος (πέστο αγωνία ή άγχος) και οι ενοχές".
Από αυτήν την απειλητική για την συνηθισμένη μας ταυτότητα (την συνηθισμένη "αίσθηση του εαυτού") εσωτερική αγωνία (η μελέτη της οποίας ξεφεύγει κατά πολύ από τα πλαίσια αυτού του μικρού κριτικού σχολιασμού), προσπαθούμε να αποδράμε συνεχώς και από αυτήν την πάλη (του "Εγώ" απέναντι στο "εσωτερικό Άλλο"), προέρχεται η ένταση και η βία, πρωτίστως εσωτερική και δευτερευόντως κοινωνική (όταν αυτή η βία εξωτερικεύεται). Στην "άσκοπη" σκηνή που ο Georges βγαίνει με τη γυναίκα του από το αστυνομικό τμήμα και λογομαχεί με τον μαύρο ποδηλάτη, βλέπουμε αυτό ακριβώς. Πως αυτήν η εσωτερική ένταση (προκειμένου να εκτονωθεί) εξωτερικεύεται και τείνει να γίνει κοινωνική βία με ασήμαντη αφορμή.
Η αληθινή αιτία κάθε κοινωνικής βίας είναι μια λανθασμένη απόπειρα απαλλαγής (συνειδητής ή ασυνείδητης) από την ένταση της "υπαρξιακής αγωνίας" (που όσο δεν αντιμετωπίζεται "κατά πρόσωπο" θα συνεχίζει να διαιωνίζει τον κύκλο της κοινωνικής βίας), καθώς και η προσπάθεια διατήρησης μιας "ψευδοασφάλειας" (η ασφάλεια της φυλάκισής μας στον εγωκεντρισμό), ενώ όλα τα υπόλοιπα δεν είναι παρά αφορμές που μασκαρεύονται την αληθινή αιτία. Για να αποφύγουμε έτσι το ενοχλητικό ξεβόλεμα που επιβάλλει η πραγματική ανάληψη των ευθυνών του εαυτού μας. Απ'εδώ προέρχονται οι ενοχές. Που πάντα θα απειλούν την περιχαράκωση στο στενό μας "εγώ" και πάντα θα μας θυμίζουν ότι είμαστε κάτι πολύ ευρύτερο από αυτό που θεωρούμε ως εαυτό. Υπάρχει βέβαια και η "λύση" των χαπιών (για να κοιμηθούμε), του κινηματογράφου και της τηλεόρασης (για να ξεχνάμε), της μετατόπισης του "φταιξίματος" και του "κακού" από τον εαυτό μας στους άλλους (για να υπάρχουμε ως "εγώ").
Ταυτόχρονα ο Χάνεκε πυροδοτεί πλήθος ερωτημάτων, με ασίγαστο υπαρξιακό και κοινωνικό προβληματισμό πάνω στον διχασμό του υποκειμένου, τον ψυχολογικό μηχανισμό της προβολής (προβάλλουμε σε ένα άλλο ον ή μια κατάσταση το δικό μας υποκειμενικό συναίσθημα αδυνατώντας έτσι να δούμε την αλήθεια γι'αυτά όπως και για τον εαυτό μας), τον ρατσισμό και την βία των σχέσεων, την συναισθηματική αποξένωση μέσα στην οικογένεια, χωρίς βεβαίως να παραλείπει και τον σχολιασμό του για το είδος εκείνο του κινηματογράφου (που ο ίδιος με τις ταινίες του στέκεται στους αντίποδες του), ο οποίος λειτουργεί αποκλειστικά ως υπνωτιστικός, καθησυχαστικός μηχανισμός απόκρυψης της αλήθειας (ο Georges αμέσως μετά την δεύτερη επίσκεψη στο σπίτι του Αλγερινού πηγαίνει στον κινηματογράφο για να αμβλύνει την αιχμηρότητα του συναισθηματικού σοκ που βίωσε και να "ξεχαστεί").
Αν και δικαίως χαρακτηρίστηκε ως το πιο αφηγηματικό φιλμ του Χάνεκε, εντούτοις δεν παύει και εδώ να διαριγνύει την αφηγηματικότητα και τους κλασικούς κανόνες δόμησης συστηματικά και εσκεμμένα (δικαιολογώντας για μια ακόμη φορά τον χαρακτηρισμό ως ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς του μοντέρνου κινηματογράφου). Μακρινά (γενικά) και σταθερά πλάνα με τεράστιους "επιπλέον χρόνους" που καταργούν την συναισθηματική ταύτιση και την προσδοκία για το "τι θα γίνει μετά" (προσφέροντας έτσι χρόνο στην κριτική σκέψη να αναπτυχθεί ελεύθερη από συναισθηματικούς επηρεασμούς), υπαινικτική και αποδραματοποιημένη παρουσίαση των γεγονότων, "ανοιχτό τέλος" (δεκτικό πολλαπλών ερμηνειών), ολοκληρωτική απουσία μουσικής.
Σε μια σκηνή από την "Εβδομη ήπειρο" (το πρώτο μέρος μιας άτυπης τριλογίας για τη συναισθηματική αποξένωση και τη βία) ο Χάνεκε βάζει τον άντρα να αναρωτιέται στην γυναίκα του καθώς βλέπουν αποχαυνωμένοι μία τηλεοπτική εκπομπή: "Τι θα συνέβαινε αν υπήρχε μία κάμερα στο εσωτερικό μας και παρακολουθούσε αμερόληπτα τις σκέψεις μας;". Δεκαέξι χρόνια μετά, έρχεται με τούτο το φιλμ, για να παραστήσει κινηματογραφικά αυτό το ερώτημα, να το σχολιάσει και να δώσει κατ' αρχάς μία ξεκάθαρη, σαφή απάντηση: "Εκείνο που θα έβλεπε αυτή η κάμερα αν τρύπωνε μέχρι τα μύχια της συνηθισμένης μας ύπαρξης πίσω από τις σκέψεις, επιθυμίες, αρέσκειες και απαρέσκειες της επιφάνειας και πέρα από τις εκλογικεύσεις και τους ψυχολογικούς μηχανισμούς άμυνας που φροντίζουν να μας αποκρύβουν την δυσβάσταχτη αλήθεια, θα ήταν ο φόβος (πέστο αγωνία ή άγχος) και οι ενοχές".
Από αυτήν την απειλητική για την συνηθισμένη μας ταυτότητα (την συνηθισμένη "αίσθηση του εαυτού") εσωτερική αγωνία (η μελέτη της οποίας ξεφεύγει κατά πολύ από τα πλαίσια αυτού του μικρού κριτικού σχολιασμού), προσπαθούμε να αποδράμε συνεχώς και από αυτήν την πάλη (του "Εγώ" απέναντι στο "εσωτερικό Άλλο"), προέρχεται η ένταση και η βία, πρωτίστως εσωτερική και δευτερευόντως κοινωνική (όταν αυτή η βία εξωτερικεύεται). Στην "άσκοπη" σκηνή που ο Georges βγαίνει με τη γυναίκα του από το αστυνομικό τμήμα και λογομαχεί με τον μαύρο ποδηλάτη, βλέπουμε αυτό ακριβώς. Πως αυτήν η εσωτερική ένταση (προκειμένου να εκτονωθεί) εξωτερικεύεται και τείνει να γίνει κοινωνική βία με ασήμαντη αφορμή.
Η αληθινή αιτία κάθε κοινωνικής βίας είναι μια λανθασμένη απόπειρα απαλλαγής (συνειδητής ή ασυνείδητης) από την ένταση της "υπαρξιακής αγωνίας" (που όσο δεν αντιμετωπίζεται "κατά πρόσωπο" θα συνεχίζει να διαιωνίζει τον κύκλο της κοινωνικής βίας), καθώς και η προσπάθεια διατήρησης μιας "ψευδοασφάλειας" (η ασφάλεια της φυλάκισής μας στον εγωκεντρισμό), ενώ όλα τα υπόλοιπα δεν είναι παρά αφορμές που μασκαρεύονται την αληθινή αιτία. Για να αποφύγουμε έτσι το ενοχλητικό ξεβόλεμα που επιβάλλει η πραγματική ανάληψη των ευθυνών του εαυτού μας. Απ'εδώ προέρχονται οι ενοχές. Που πάντα θα απειλούν την περιχαράκωση στο στενό μας "εγώ" και πάντα θα μας θυμίζουν ότι είμαστε κάτι πολύ ευρύτερο από αυτό που θεωρούμε ως εαυτό. Υπάρχει βέβαια και η "λύση" των χαπιών (για να κοιμηθούμε), του κινηματογράφου και της τηλεόρασης (για να ξεχνάμε), της μετατόπισης του "φταιξίματος" και του "κακού" από τον εαυτό μας στους άλλους (για να υπάρχουμε ως "εγώ").
Ταυτόχρονα ο Χάνεκε πυροδοτεί πλήθος ερωτημάτων, με ασίγαστο υπαρξιακό και κοινωνικό προβληματισμό πάνω στον διχασμό του υποκειμένου, τον ψυχολογικό μηχανισμό της προβολής (προβάλλουμε σε ένα άλλο ον ή μια κατάσταση το δικό μας υποκειμενικό συναίσθημα αδυνατώντας έτσι να δούμε την αλήθεια γι'αυτά όπως και για τον εαυτό μας), τον ρατσισμό και την βία των σχέσεων, την συναισθηματική αποξένωση μέσα στην οικογένεια, χωρίς βεβαίως να παραλείπει και τον σχολιασμό του για το είδος εκείνο του κινηματογράφου (που ο ίδιος με τις ταινίες του στέκεται στους αντίποδες του), ο οποίος λειτουργεί αποκλειστικά ως υπνωτιστικός, καθησυχαστικός μηχανισμός απόκρυψης της αλήθειας (ο Georges αμέσως μετά την δεύτερη επίσκεψη στο σπίτι του Αλγερινού πηγαίνει στον κινηματογράφο για να αμβλύνει την αιχμηρότητα του συναισθηματικού σοκ που βίωσε και να "ξεχαστεί").
Αν και δικαίως χαρακτηρίστηκε ως το πιο αφηγηματικό φιλμ του Χάνεκε, εντούτοις δεν παύει και εδώ να διαριγνύει την αφηγηματικότητα και τους κλασικούς κανόνες δόμησης συστηματικά και εσκεμμένα (δικαιολογώντας για μια ακόμη φορά τον χαρακτηρισμό ως ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς του μοντέρνου κινηματογράφου). Μακρινά (γενικά) και σταθερά πλάνα με τεράστιους "επιπλέον χρόνους" που καταργούν την συναισθηματική ταύτιση και την προσδοκία για το "τι θα γίνει μετά" (προσφέροντας έτσι χρόνο στην κριτική σκέψη να αναπτυχθεί ελεύθερη από συναισθηματικούς επηρεασμούς), υπαινικτική και αποδραματοποιημένη παρουσίαση των γεγονότων, "ανοιχτό τέλος" (δεκτικό πολλαπλών ερμηνειών), ολοκληρωτική απουσία μουσικής.
2 σχόλια:
Πολύ καλή ταινία ! Γενικά λατρεύω τον Haneke, και την τόσο ρεαλιστική αναπαράσταση της βίας (όχι της άμεσης) που μας "προτείνει".
Υπέροχη ατμόσφαιρα, που δημιουργεί ένταση και αγωνία απο το τίποτα, και μου άρεσαν ιδιαίτερα και οι ερμηνείες του πρωταγωνιστικού διδύμου.
Μία από τις μεγάλες του σκηνοθετικές μαγκιές εδράζεται σ'αυτό ακριβώς που λες: "ρεαλιστική αναπαράσταση της βίας, που όμως δεν είναι άμεση!"
Δημοσίευση σχολίου