Η Μάργκαρετ είναι πετυχημένη ψυχολόγος και συγγραφέας ενός βιβλίου για την εξάρτηση και τον ψυχαναγκασμό. Για να βοηθήσει έναν ασθενή της τζογαδόρο που χρωστάει λεφτά, θα αποφασίσει να επισκεφτεί την χαρτοπαιχτική λέσχη και εκεί θα έρθει σε επαφή με μια ομάδα απατεώνων, που αρχικά θα την εξαπατήσουν, αλλά αργότερα με την συγκατάθεσή της θα την μυήσουν στον τρόπο ζωής τους. Εθελούσια θα συμμετάσχει σε κάποιο κόλπο τους, αλλά ο φόνος που θα διαπράξει αθελά της, θα την οδηγήσει σε ψυχολογική συντριβή.
Η ψυχανάλυση και η απάτη είναι οι δύο βασικοί θεματικοί άξονες που διατρέχουν το φιλμ, σκηνοθετικό ντεπούτο του σημαντικού θεατρικού συγγραφέα Ντέιβιντ Μάμετ. Η άποψη του για την πρώτη είναι διττή. Από τη μία τονίζει το περιορισμένο θεραπευτικό βεληνεκές της (υπάρχουν προβλήματα είτε οικονομικής, είτε υπαρξιακής φύσεως που αδυνατεί να λύσει), από την άλλη αποδέχεται την βασική της θέση για την ύπαρξη του υποσυνειδήτου, των ασυνείδητων μηχανισμών που κινούν τις πράξεις μας, τις γλωσικές παραδρομές (σαρδάμ), κ.ο.κ.(η ηρωίδα του είναι μία ψυχαναγκαστική προσωπικότητα).
Όσο για την απάτη εκεί δεν φαίνεται να έχει κανέναν ενδοιασμό. Γι' αυτόν όλα είναι μία απάτη. Οι απατεώνες της λέσχης ισχυρίζονται ότι δεν κάνουν παρά μπίζνες (αμερικάνικο έθιμο λένε ειρωνικά). Ο κόσμος των επιχειρήσεων δεν διαφέρει από αυτούς. Και εκεί, η εξαπάτηση του άλλου είναι το επιδιωκόμενο, με στόχο το κέρδος. Η ψυχανάλυση (επιστήμη) εξαπατά όταν δεν αναγνωρίζει τα όριά της και συμπεριφέρεται λες και έχει ανακαλύψει την απόλυτη γνώση.
Οι ανθρώπινες σχέσεις από τη στιγμή που δεν γνωρίζουμε ολοκληρωτικά τον εαυτό μας και τα αληθινά μας κίνητρα, βασίζονται και αυτές στην απάτη (μην εμπιστεύεσαι κανέναν συμβουλεύει ο Μάικ στην Μάργκαρετ). Απλώς σε κάποιες περιπτώσεις αναγνωρίζουμε την απάτη (ο κινηματογράφος ας πούμε είναι ένας αποδεκτός μηχανισμός απάτης - η ιστορία που παρακολουθούμε είναι ένα ψέμα), σε κάποιες άλλες όχι και τότε είναι που δημιουργούνται τα συναισθηματικά πλήγματα (όταν προδίδεται η εμπιστοσύνη μας σε κάτι ή κάποιον που δεν πιστεύαμε ότι θα μας εξαπατήσει, εκούσια ή ακούσια).
Η Μάργκαρετ έγινε ψυχολόχος για να λύνει τα προβλήματα των άλλων ώστε ν'αποφύγει να λύσει τα δικά της (ή πιστεύοντας εσφαλμένα ότι έτσι θα τα λύσει). Όταν συνειδητοποιεί το ψέμα απέναντι στον εαυτό της αποφασίζει να αφήσει την διανοητική προσέγγιση της ζωής και των ανθρώπων (που απλώς βάζει ετικέτες και τακτοποιεί σε ράφια τα πράγματα) και να βουτήξει στην ζώσα εμπειρία με τα φλεγόμενα συναισθήματα. Κατέρχεται στην κόλαση του υπόκοσμου (στην πραγματικότητα του δικού της υποσυνειδήτου), για να αναμετρηθεί μ'εκείνες τις πτυχές του εαυτού της που μέχρι τώρα καταπίεζε.
Σκοπίμως ή όχι λοιπόν, η απάτη (το ψέμα) βρίσκεται στο κέντρο της κοινωνικής μας ζωής, αλλά και του ίδιου μας του εαυτού. Και είναι λογικό από την στιγμή που δεν υπάρχει η απόλυτη γνώση (το υποσυνείδητο δεν είναι παρά ο χώρος εκείνος μέσα μας που είναι συγκεντρωμένες οι αληθινές αιτίες της συμπεριφοράς μας, τις οποίες καταπιέζουμε και δεν βλέπουμε). Ο Μάμετ αναγνωρίζει σοφά το μέγεθος του ψέματος και της απάτης στα οποία είμαστε παγιδευμένοι και προτείνει την συνειδητή αποδοχή της ατελής μας φύσης, την αποδοχή της ελλιπούς κατανόησής μας και την συγχώρεση του εαυτού μας για όλες του αυτές τις αδυναμίες.
Στήνει γι'αυτό ένα φιλμικό οικοδόμημα, που παρά την ψυχρότητα που αναδύει, μας κερδίζει με την σκηνοθετική του λιτότητα και ακρίβεια, την αφηγηματική του οικονομία, τον πλούτο τον ιδεών που πυροδοτεί, την σωστή ατμόσφαιρα και χώρους, την παιχνιδιάρικη διάθεσή του (θυμίζει το "Κεντρί"), μα πιο πολύ για την απόλαυση που προκαλεί ο τρόπος που μεταχειρίζεται τις αφηγηματικές τεχνικές, για να μας εξαπατήσει και αυτός.
Η ψυχανάλυση και η απάτη είναι οι δύο βασικοί θεματικοί άξονες που διατρέχουν το φιλμ, σκηνοθετικό ντεπούτο του σημαντικού θεατρικού συγγραφέα Ντέιβιντ Μάμετ. Η άποψη του για την πρώτη είναι διττή. Από τη μία τονίζει το περιορισμένο θεραπευτικό βεληνεκές της (υπάρχουν προβλήματα είτε οικονομικής, είτε υπαρξιακής φύσεως που αδυνατεί να λύσει), από την άλλη αποδέχεται την βασική της θέση για την ύπαρξη του υποσυνειδήτου, των ασυνείδητων μηχανισμών που κινούν τις πράξεις μας, τις γλωσικές παραδρομές (σαρδάμ), κ.ο.κ.(η ηρωίδα του είναι μία ψυχαναγκαστική προσωπικότητα).
Όσο για την απάτη εκεί δεν φαίνεται να έχει κανέναν ενδοιασμό. Γι' αυτόν όλα είναι μία απάτη. Οι απατεώνες της λέσχης ισχυρίζονται ότι δεν κάνουν παρά μπίζνες (αμερικάνικο έθιμο λένε ειρωνικά). Ο κόσμος των επιχειρήσεων δεν διαφέρει από αυτούς. Και εκεί, η εξαπάτηση του άλλου είναι το επιδιωκόμενο, με στόχο το κέρδος. Η ψυχανάλυση (επιστήμη) εξαπατά όταν δεν αναγνωρίζει τα όριά της και συμπεριφέρεται λες και έχει ανακαλύψει την απόλυτη γνώση.
Οι ανθρώπινες σχέσεις από τη στιγμή που δεν γνωρίζουμε ολοκληρωτικά τον εαυτό μας και τα αληθινά μας κίνητρα, βασίζονται και αυτές στην απάτη (μην εμπιστεύεσαι κανέναν συμβουλεύει ο Μάικ στην Μάργκαρετ). Απλώς σε κάποιες περιπτώσεις αναγνωρίζουμε την απάτη (ο κινηματογράφος ας πούμε είναι ένας αποδεκτός μηχανισμός απάτης - η ιστορία που παρακολουθούμε είναι ένα ψέμα), σε κάποιες άλλες όχι και τότε είναι που δημιουργούνται τα συναισθηματικά πλήγματα (όταν προδίδεται η εμπιστοσύνη μας σε κάτι ή κάποιον που δεν πιστεύαμε ότι θα μας εξαπατήσει, εκούσια ή ακούσια).
Η Μάργκαρετ έγινε ψυχολόχος για να λύνει τα προβλήματα των άλλων ώστε ν'αποφύγει να λύσει τα δικά της (ή πιστεύοντας εσφαλμένα ότι έτσι θα τα λύσει). Όταν συνειδητοποιεί το ψέμα απέναντι στον εαυτό της αποφασίζει να αφήσει την διανοητική προσέγγιση της ζωής και των ανθρώπων (που απλώς βάζει ετικέτες και τακτοποιεί σε ράφια τα πράγματα) και να βουτήξει στην ζώσα εμπειρία με τα φλεγόμενα συναισθήματα. Κατέρχεται στην κόλαση του υπόκοσμου (στην πραγματικότητα του δικού της υποσυνειδήτου), για να αναμετρηθεί μ'εκείνες τις πτυχές του εαυτού της που μέχρι τώρα καταπίεζε.
Σκοπίμως ή όχι λοιπόν, η απάτη (το ψέμα) βρίσκεται στο κέντρο της κοινωνικής μας ζωής, αλλά και του ίδιου μας του εαυτού. Και είναι λογικό από την στιγμή που δεν υπάρχει η απόλυτη γνώση (το υποσυνείδητο δεν είναι παρά ο χώρος εκείνος μέσα μας που είναι συγκεντρωμένες οι αληθινές αιτίες της συμπεριφοράς μας, τις οποίες καταπιέζουμε και δεν βλέπουμε). Ο Μάμετ αναγνωρίζει σοφά το μέγεθος του ψέματος και της απάτης στα οποία είμαστε παγιδευμένοι και προτείνει την συνειδητή αποδοχή της ατελής μας φύσης, την αποδοχή της ελλιπούς κατανόησής μας και την συγχώρεση του εαυτού μας για όλες του αυτές τις αδυναμίες.
Στήνει γι'αυτό ένα φιλμικό οικοδόμημα, που παρά την ψυχρότητα που αναδύει, μας κερδίζει με την σκηνοθετική του λιτότητα και ακρίβεια, την αφηγηματική του οικονομία, τον πλούτο τον ιδεών που πυροδοτεί, την σωστή ατμόσφαιρα και χώρους, την παιχνιδιάρικη διάθεσή του (θυμίζει το "Κεντρί"), μα πιο πολύ για την απόλαυση που προκαλεί ο τρόπος που μεταχειρίζεται τις αφηγηματικές τεχνικές, για να μας εξαπατήσει και αυτός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου