Βρισκόμαστε στις αρχές του '70, όπου μια σειρά από γεγονότα (πόλεμος του Βιετνάμ, πολιτικά σκάνδαλα, ρατσισμός, κ.ο.κ), έχουν τραυματίσει την εμπιστοσύνη των αμερικανών πολιτών στο σύστημα, την ελπίδα στο "αμερικάνικο όνειρο", το αισιόδοξο πνεύμα. Το αμερικάνικο σινεμά είναι αποφασισμένο πλέον, ν'απεικονίσει αυτό το τραύμα χωρίς εξωραισμούς και φτιασιδώματα, με ριζική στροφή από την θεματολογία και τη φόρμα του παρελθόντος και με έναν απομυθοποιητικό ρεαλισμό άγνωστο για αυτό μέχρι τότε, τον κατεξοχήν μηχανισμό ονείρου και φυγής.
Τούτο το φιλμ ("κινηματογραφικό μπλουζ του αμερικάνικου ονείρου", όπως χαρακτηρίστηκε κάπου), αποτελεί μία από τις σπουδαιότερες εκφάνσεις αυτού του αδιαπραγμάτευτα ρεαλιστικού, σοκαριστικά απομυθοποιητικού και πένθιμα αντιηρωικού σινεμά, που δίνει ζωή και λόγο σε παρίες της αμερικάνικης κοινωνίας, στους "loosers" εκείνους που παλεύουν απλώς για την επιβίωση, πίσω από την γυαλιστερή βιτρίνα των θεληματικών και αστραφτερών ηρώων της. Παρακολουθώντας με τρυφερότητα την ζωή, τα όνειρα, τις προσπάθειές τους για επανάκαμψη, και την δυσβάστακτη μοναξιά τους (είναι εντυπωσιακό ότι το σκηνοθετεί ο Τζον Χιούστον, ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του κλασικού χόλυγουντ).
Με κατακρατημένη τη ζωτικότητα από τα συναισθηματικά πλήγματα της ζωής που ανακυκλώνονται συνεχώς μέσα τους, στερώντας τους την ενεργητικότητα και την βούληση, αυτοί οι αντιήρωες στέκονται από την ανάποδη του αμερικάνικου ονείρου και των δυτικών κοινωνικών αξιών, ενσαρκώνοντας το αντίθετο απ'ότι ονειρευόμαστε, απ'ότι φαινόμαστε και εκδηλώνουμε και απ'ότι θα θέλαμε να είμαστε. Είναι αυτό από το οποίο αγωνιζόμαστε να αποφύγουμε, η απόκρυφη εικόνα της μυστικής μας απελπισίας και ο εφιάλτης της κοινωνικής μας απαξίας. Το θρυμμάτισμα της εικόνας που παλεύουμε εναγωνίως να σμιλέψουμε, προκειμένου να "είμαστε κάποιοι".
Εδώ τα όνειρα και οι ελπίδες έχουν μετατραπεί σε ένα μάτσο ψευδαισθήσεις και όσοι συνεχίζουν να ονειρεύονται ακόμα ελπίζοντας ότι θα "πιάσουν την καλή" (όπως ο προπονητής πυγμαχίας), απογοητεύονται οικτρά (ο νεαρός πυγμάχος είναι πολύ πιο μέτριος απ'ότι ήλπιζε). Η προσπάθεια για επανάκαμψη στην ενεργό δράση δεν οδηγεί στην παλιά δόξα (σε λίγα δολλάρια μόνο) ενώ η επικοινωνία αδυνατεί να χτίσει τα ζωογόνα της αμφίδρομα κανάλια μεταξύ των χαρακτήρων. Παγιδευμένοι όλοι από τον προσωπικό τους πόνο και από την αγωνία για έξοδο από αυτόν, αδυνατούν να ανοιχτούν και να ακούσουν πραγματικά τον άλλον. Παραμένοντας καταδικασμένοι στην μοναξιά που δεν αντέχουν.
Η σκηνοθεσία του Χιούστον συμπλέοντας με τον ψυχικό τόνο των χαρακτήρων του, είναι ράθυμη και νωχελική δίνοντας έμφαση στους χώρους όπου κινούνται και απομυθοποιητική (οι πυγμαχικοί αγώνες είναι γυρισμένοι και μονταρισμένοι χωρίς την συνηθισμένη αίγλη), η εκπληκτική φωτογραφία αποτυπώνει τέλεια το κλίμα θλίψης με την αρωγή της μουσικής και του Kris Kristofferson, που απελπισμένα τραγουδά "το αύριο πέρασε και πέθανε, το μόνο που ζητώ είναι ο χρόνος σου, είναι τόσο θλιβερό να είναι κανείς μόνος, βοήθα με να βγάλω τη νύχτα..."
Τούτο το φιλμ ("κινηματογραφικό μπλουζ του αμερικάνικου ονείρου", όπως χαρακτηρίστηκε κάπου), αποτελεί μία από τις σπουδαιότερες εκφάνσεις αυτού του αδιαπραγμάτευτα ρεαλιστικού, σοκαριστικά απομυθοποιητικού και πένθιμα αντιηρωικού σινεμά, που δίνει ζωή και λόγο σε παρίες της αμερικάνικης κοινωνίας, στους "loosers" εκείνους που παλεύουν απλώς για την επιβίωση, πίσω από την γυαλιστερή βιτρίνα των θεληματικών και αστραφτερών ηρώων της. Παρακολουθώντας με τρυφερότητα την ζωή, τα όνειρα, τις προσπάθειές τους για επανάκαμψη, και την δυσβάστακτη μοναξιά τους (είναι εντυπωσιακό ότι το σκηνοθετεί ο Τζον Χιούστον, ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του κλασικού χόλυγουντ).
Με κατακρατημένη τη ζωτικότητα από τα συναισθηματικά πλήγματα της ζωής που ανακυκλώνονται συνεχώς μέσα τους, στερώντας τους την ενεργητικότητα και την βούληση, αυτοί οι αντιήρωες στέκονται από την ανάποδη του αμερικάνικου ονείρου και των δυτικών κοινωνικών αξιών, ενσαρκώνοντας το αντίθετο απ'ότι ονειρευόμαστε, απ'ότι φαινόμαστε και εκδηλώνουμε και απ'ότι θα θέλαμε να είμαστε. Είναι αυτό από το οποίο αγωνιζόμαστε να αποφύγουμε, η απόκρυφη εικόνα της μυστικής μας απελπισίας και ο εφιάλτης της κοινωνικής μας απαξίας. Το θρυμμάτισμα της εικόνας που παλεύουμε εναγωνίως να σμιλέψουμε, προκειμένου να "είμαστε κάποιοι".
Εδώ τα όνειρα και οι ελπίδες έχουν μετατραπεί σε ένα μάτσο ψευδαισθήσεις και όσοι συνεχίζουν να ονειρεύονται ακόμα ελπίζοντας ότι θα "πιάσουν την καλή" (όπως ο προπονητής πυγμαχίας), απογοητεύονται οικτρά (ο νεαρός πυγμάχος είναι πολύ πιο μέτριος απ'ότι ήλπιζε). Η προσπάθεια για επανάκαμψη στην ενεργό δράση δεν οδηγεί στην παλιά δόξα (σε λίγα δολλάρια μόνο) ενώ η επικοινωνία αδυνατεί να χτίσει τα ζωογόνα της αμφίδρομα κανάλια μεταξύ των χαρακτήρων. Παγιδευμένοι όλοι από τον προσωπικό τους πόνο και από την αγωνία για έξοδο από αυτόν, αδυνατούν να ανοιχτούν και να ακούσουν πραγματικά τον άλλον. Παραμένοντας καταδικασμένοι στην μοναξιά που δεν αντέχουν.
Η σκηνοθεσία του Χιούστον συμπλέοντας με τον ψυχικό τόνο των χαρακτήρων του, είναι ράθυμη και νωχελική δίνοντας έμφαση στους χώρους όπου κινούνται και απομυθοποιητική (οι πυγμαχικοί αγώνες είναι γυρισμένοι και μονταρισμένοι χωρίς την συνηθισμένη αίγλη), η εκπληκτική φωτογραφία αποτυπώνει τέλεια το κλίμα θλίψης με την αρωγή της μουσικής και του Kris Kristofferson, που απελπισμένα τραγουδά "το αύριο πέρασε και πέθανε, το μόνο που ζητώ είναι ο χρόνος σου, είναι τόσο θλιβερό να είναι κανείς μόνος, βοήθα με να βγάλω τη νύχτα..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου