Ο πάμπλουτος πατέρας του Φίλιπ Γκρίνλιφ, ενός καλομαθημένου playboy, προτείνει στον Τομ Ρίπλει να πάει στην Ιταλία όπου παραθερίζει ο γιός του με την αρραβωνιαστικά του και να προσπαθήσει να τον φέρει πίσω με αμοιβή 5.000 δολλάρια. Ο Τομ Ρίπλει γοητευτικός και ταλαντούχος σε πολλά, αλλά χωρίς την κατάλληλη κοινωνική καταγωγή και οικονομική ισχύ του Φίλιπ, καταστρώνει ένα σχέδιο για να οικοιοποιηθεί την ταυτότητα του τελευταίου.
Η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του "Ταλαντούχου κύριου Ρίπλεϊ" της Χάισμιθ, από τον Ρενέ Κλεμάν, είναι ένα μεγαλούργημα (σαφώς ανώτερο από την "άχρωμη" εκδοχή του Μιγκέλα), πολυεπίπεδο στην προβληματική του, ηδονικά εκμηδενιστικό στην αίσθηση που αποπνέει. Διότι πέρα από το ηλιόλουστο των μεσογειακών παραλιών, την φωτογένεια και τον ερωτισμό των πρωταγωνιστών του, την περιγραφή της Ευρώπης την δεκαετία του '60, τις καταπιεστικές σχέσεις που μας αρέσει να συνάπτουμε, το σχόλιο για την αδικία του καπιταλισμού που αφήνει στο περιθώριο τους ταλαντούχους επιτρέποντας στους φελλούς να επιπλέουν (μόνο και μόνο λόγω καταγωγής και οικονομικής ισχύος), πέρα απ'όλα αυτά, τούτο εδώ το φιλμ είναι μία εξαιρετική απεικόνιση της αγωνιώδους προσπάθειας του ανθρώπου για ταυτότητα, με την πλαστοπροσωπία ως πειρασμό - παγίδα, βαθειά αγχώδους, σκοτεινής και τραυματικής, όπως και η ανάγκη της ύπαρξης να αυτοπροσδιοριστεί.
Εύστοχα ο κριτικός Αλέξης Δερμεντζόγλου επισημαίνει "...η παρακολούθηση αυτού του ανυπέρβλητου αριστουργήματος δημιουργεί μία πρωτοφανή αίσθηση απώλειας και μειονεκτικότητας. Συντριβόμαστε, λιώνουμε και το τέλος επιταχύνει αυτή τη φοβερή φιλμική επίδραση. Αυτό το νουάρ είναι το υπέρτατο σχόλιο για τις μεγάλες μας αδυναμίες. Είμαστε τελικά ανθρωπάκια. Πόσοι το γνωρίζουν καλά αυτό, σε πόσων η υπεροψία δεν έχει αλλάξει το βλέμμα, δεν το έχει αλλοτριώσει; Ο Κλεμάν μας υποχρεώνει να δούμε - για όσους ακόμη βλέπουν, δεν είναι τυφλοί".
Και ακριβώς όπως ο Χίτσκοκ φρόντιζε με τις καλοδουλεμένες και εύπεπτες σε όλους ιστορίες του, να χτίζει και άλλα επίπεδα νοημάτων γύρω από αυτές, απ'όπου συμβολικά αναδύκνειε φέρνοντας στην επιφάνεια, τους ανομολόγητους φόβους και επιθυμίες μας, τα άγχη και τις ενοχές μας (λειτουργώντας καθαρτήρια και αυτός είναι ο λόγος της τεράστιας γοητείας των ταινιών του, είτε το συνειδητοποιούμε, είτε όχι), έτσι κι εδώ, πίσω από ένα ενδιαφέρον ψυχολογικό θρίλερ, αντικρύζουμε την ανάδυση του πιο καυτού, επώδυνου, και αγχωτικού ερωτήματος, που ένας άνθρωπος μπορεί να φέρει στα σωθικά του. Το ερώτημα "Ποιος στ'αλήθεια είμαι;".
Αν και φροντίζουμε να το αποφεύγουμε (συνήθως με την οικοιοποίηση πλαστών ταυτοτήτων που η κοινωνία προβάλλει ως ιδανικές), για να γλιτώσουμε από την οδύνη που το συνοδεύει, αυτό δεν σταματά (και δεν θα σταματήσει ποτέ) να επανέρχεται στο προσκήνιο. Η απόσταση ανάμεσα σ'αυτό που είμαστε και σ'αυτό που θα θέλαμε (ή θα έπρεπε) να είμαστε, δεν γεφυρώνεται με όσες πλαστογραφήσεις και αν επιχειρήσουμε.
Το χάσμα θα χάσκει μονίμως απειλητικό (αφού καμία κοινωνική ταυτότητα δεν μπορεί να το γεφυρώσει, ούτε και η κατοχή υλικών αγαθών και ανθρώπων) και ένα υπόγειο άγχος με ένα "αίσθημα ανικανοποίητου" θα έρχεται πάντα στην επιφάνεια, ζητώντας την προσοχή μας. Αν συνεχώς το αμελούμε, συνεχώς θα παρανοούμε. Έστω και αν η εξωτερική μας εικόνα προς τους άλλους παραμένει αψεγάδιαστη, καθαρή και αποδεκτή, όπως αυτή του Ντελόν. Αυτό μας θυμίζει ο Κλεμάν μ'αυτό το κατασκότεινο φιλμ, κρυμμένο πίσω από το υπέροχο φως των μεσογειακών ακτών.
Η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του "Ταλαντούχου κύριου Ρίπλεϊ" της Χάισμιθ, από τον Ρενέ Κλεμάν, είναι ένα μεγαλούργημα (σαφώς ανώτερο από την "άχρωμη" εκδοχή του Μιγκέλα), πολυεπίπεδο στην προβληματική του, ηδονικά εκμηδενιστικό στην αίσθηση που αποπνέει. Διότι πέρα από το ηλιόλουστο των μεσογειακών παραλιών, την φωτογένεια και τον ερωτισμό των πρωταγωνιστών του, την περιγραφή της Ευρώπης την δεκαετία του '60, τις καταπιεστικές σχέσεις που μας αρέσει να συνάπτουμε, το σχόλιο για την αδικία του καπιταλισμού που αφήνει στο περιθώριο τους ταλαντούχους επιτρέποντας στους φελλούς να επιπλέουν (μόνο και μόνο λόγω καταγωγής και οικονομικής ισχύος), πέρα απ'όλα αυτά, τούτο εδώ το φιλμ είναι μία εξαιρετική απεικόνιση της αγωνιώδους προσπάθειας του ανθρώπου για ταυτότητα, με την πλαστοπροσωπία ως πειρασμό - παγίδα, βαθειά αγχώδους, σκοτεινής και τραυματικής, όπως και η ανάγκη της ύπαρξης να αυτοπροσδιοριστεί.
Εύστοχα ο κριτικός Αλέξης Δερμεντζόγλου επισημαίνει "...η παρακολούθηση αυτού του ανυπέρβλητου αριστουργήματος δημιουργεί μία πρωτοφανή αίσθηση απώλειας και μειονεκτικότητας. Συντριβόμαστε, λιώνουμε και το τέλος επιταχύνει αυτή τη φοβερή φιλμική επίδραση. Αυτό το νουάρ είναι το υπέρτατο σχόλιο για τις μεγάλες μας αδυναμίες. Είμαστε τελικά ανθρωπάκια. Πόσοι το γνωρίζουν καλά αυτό, σε πόσων η υπεροψία δεν έχει αλλάξει το βλέμμα, δεν το έχει αλλοτριώσει; Ο Κλεμάν μας υποχρεώνει να δούμε - για όσους ακόμη βλέπουν, δεν είναι τυφλοί".
Και ακριβώς όπως ο Χίτσκοκ φρόντιζε με τις καλοδουλεμένες και εύπεπτες σε όλους ιστορίες του, να χτίζει και άλλα επίπεδα νοημάτων γύρω από αυτές, απ'όπου συμβολικά αναδύκνειε φέρνοντας στην επιφάνεια, τους ανομολόγητους φόβους και επιθυμίες μας, τα άγχη και τις ενοχές μας (λειτουργώντας καθαρτήρια και αυτός είναι ο λόγος της τεράστιας γοητείας των ταινιών του, είτε το συνειδητοποιούμε, είτε όχι), έτσι κι εδώ, πίσω από ένα ενδιαφέρον ψυχολογικό θρίλερ, αντικρύζουμε την ανάδυση του πιο καυτού, επώδυνου, και αγχωτικού ερωτήματος, που ένας άνθρωπος μπορεί να φέρει στα σωθικά του. Το ερώτημα "Ποιος στ'αλήθεια είμαι;".
Αν και φροντίζουμε να το αποφεύγουμε (συνήθως με την οικοιοποίηση πλαστών ταυτοτήτων που η κοινωνία προβάλλει ως ιδανικές), για να γλιτώσουμε από την οδύνη που το συνοδεύει, αυτό δεν σταματά (και δεν θα σταματήσει ποτέ) να επανέρχεται στο προσκήνιο. Η απόσταση ανάμεσα σ'αυτό που είμαστε και σ'αυτό που θα θέλαμε (ή θα έπρεπε) να είμαστε, δεν γεφυρώνεται με όσες πλαστογραφήσεις και αν επιχειρήσουμε.
Το χάσμα θα χάσκει μονίμως απειλητικό (αφού καμία κοινωνική ταυτότητα δεν μπορεί να το γεφυρώσει, ούτε και η κατοχή υλικών αγαθών και ανθρώπων) και ένα υπόγειο άγχος με ένα "αίσθημα ανικανοποίητου" θα έρχεται πάντα στην επιφάνεια, ζητώντας την προσοχή μας. Αν συνεχώς το αμελούμε, συνεχώς θα παρανοούμε. Έστω και αν η εξωτερική μας εικόνα προς τους άλλους παραμένει αψεγάδιαστη, καθαρή και αποδεκτή, όπως αυτή του Ντελόν. Αυτό μας θυμίζει ο Κλεμάν μ'αυτό το κατασκότεινο φιλμ, κρυμμένο πίσω από το υπέροχο φως των μεσογειακών ακτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου