Στην κομμουνιστική Πολωνία της δεκαετίας του '60, ένα ζευγάρι οικονομικά ευκατάστατων αστών, συναντά στο δρόμο του έναν νεαρό φοιτητή που κάνει ωτοστόπ και τον παίρνουν μαζί τους για μία διήμερη βόλτα με το ιστιοφόρο τους. Μία σύγκρουση θα ξεκινήσει μεταξύ των δύο αντρών, με κλιμακούμενη ένταση και απρόσμενες εξελίξεις.
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Πολάνσκι, είναι πάνω απ'όλα ένα μάθημα κινηματογραφικής λιτότητας και μινιμαλιστικής έκφρασης. Με έναν ουσιαστικά χώρο δράσης (την θάλασσα) και τρία μόνο πρόσωπα, ο Πολάνσκι αξιοποιεί με έμπνευση, ακρίβεια και θαυμαστή οικονομία τους κινηματογραφικούς κώδικες, δημιουργώντας από το πουθενά ένα αιχμηρό πολυεπίπεδο σχόλιο, κοινωνιολογικό, υπαρξιακό, ψυχαναλυτικό.
Η αρχική υπόγεια και έμμεση σύγκρουση μεταξύ των αρσενικών που αργότερα θα έρθει στην επιφάνεια και θα εκδηλωθεί ανοιχτά, πέρα από τις εμφανείς ψυχαναλυτικές σημάνσεις της (συμβολική σύγκρουση πατέρα γιού με έπαθλο την γυναίκα - μητέρα, το μαχαίρι ως σύμβολο φαλικό), κεκαλυμένα συμπαραδηλώνει (ώστε να ξεγελαστεί η λογοκρισία της εποχής), τις ταξικές ανισότητες
στην κομμουνιστική Πολωνία της εποχής.
Ο μεγάλος είναι φθασμένος, καλοστεκούμενος, με μία επιφανειακή αυτοπεποίθηση και σταθερότητα που κρύβει όμως φόβους παιδικούς, ανασφάλειες διαβρωτικές, ατομικισμό απάνθρωπο. Ο μικρός αν και αγνός, εκείνο που στην πραγματικότητα τον ενδιαφέρει είναι ν'αγγίξει το πρότυπο του μεγάλου (επιδίδεται σε ανδραγαθήματα - ανεβαίνει στο κατάρτι, κρατάει με γυμνά χέρια την καυτή κατσαρόλα κλπ, ώστε να κερδίσει την αποδοχή του). Πίσω από την επιφανειακή αντιδραστικότητά του επιθυμεί να γίνει σαν αυτόν. Σαν αυτόν που μισεί, από τον οποίο καταπιέζεται και ταπεινώνεται! Αντί, για την διαφύλαξη της αγνότητάς του και την πρόταση μιας διαφορετικής στάσης ζωής.
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Πολάνσκι, είναι πάνω απ'όλα ένα μάθημα κινηματογραφικής λιτότητας και μινιμαλιστικής έκφρασης. Με έναν ουσιαστικά χώρο δράσης (την θάλασσα) και τρία μόνο πρόσωπα, ο Πολάνσκι αξιοποιεί με έμπνευση, ακρίβεια και θαυμαστή οικονομία τους κινηματογραφικούς κώδικες, δημιουργώντας από το πουθενά ένα αιχμηρό πολυεπίπεδο σχόλιο, κοινωνιολογικό, υπαρξιακό, ψυχαναλυτικό.
Η αρχική υπόγεια και έμμεση σύγκρουση μεταξύ των αρσενικών που αργότερα θα έρθει στην επιφάνεια και θα εκδηλωθεί ανοιχτά, πέρα από τις εμφανείς ψυχαναλυτικές σημάνσεις της (συμβολική σύγκρουση πατέρα γιού με έπαθλο την γυναίκα - μητέρα, το μαχαίρι ως σύμβολο φαλικό), κεκαλυμένα συμπαραδηλώνει (ώστε να ξεγελαστεί η λογοκρισία της εποχής), τις ταξικές ανισότητες
στην κομμουνιστική Πολωνία της εποχής.
Ο μεγάλος είναι φθασμένος, καλοστεκούμενος, με μία επιφανειακή αυτοπεποίθηση και σταθερότητα που κρύβει όμως φόβους παιδικούς, ανασφάλειες διαβρωτικές, ατομικισμό απάνθρωπο. Ο μικρός αν και αγνός, εκείνο που στην πραγματικότητα τον ενδιαφέρει είναι ν'αγγίξει το πρότυπο του μεγάλου (επιδίδεται σε ανδραγαθήματα - ανεβαίνει στο κατάρτι, κρατάει με γυμνά χέρια την καυτή κατσαρόλα κλπ, ώστε να κερδίσει την αποδοχή του). Πίσω από την επιφανειακή αντιδραστικότητά του επιθυμεί να γίνει σαν αυτόν. Σαν αυτόν που μισεί, από τον οποίο καταπιέζεται και ταπεινώνεται! Αντί, για την διαφύλαξη της αγνότητάς του και την πρόταση μιας διαφορετικής στάσης ζωής.
Κορυφαία ενθύμηση για άτομα, λαούς και πολιτικούς σχηματισμούς, που ενώ φαινομενικά αντιδρούν στο παλιό, καταπιεστικό και γερασμένο, ευαγγελιζόμενοι δήθεν το καινούριο, όταν αναλάβουν την εξουσία και αισθανθούν δυνατοί, γίνονται σαν αυτό που ανέτρεψαν ή μισούν (η κομμουνιστική Πολωνία μαθαίνουμε από τις πρώτες σκηνές ότι εισάγει πλέον μερσεντές και πεζώ, όλα αυτά τα "κακά του καπιταλισμού", ενώ η γυναίκα αν και ερωτεύεται την αγνότητα του μικρού, διστάζει ν'αφήσει την ασφάλεια του μεγάλου έστω και αν δεν τον αποδέχεται). Ο Πολάνσκι μας θυμίζει αυτό που συνεχώς ξεχνάμε, ή συνεχώς θέλουμε να παραβλέπουμε. Είμαστε αδύναμοι για την ελευθερία, λαοί και άνθρωποι. Μας αρέσει η καταπίεση (προσφέρει ασφάλεια), ενδίδουμε στην κυριαρχικότητα (αισθανόμαστε δυνατοί).
Η εκμετάλλευση των φιλμικών κωδίκων και των φυσικών χώρων είναι εκπληκτική. Γωνίες λήψης οξείες και συμβολικές, υπέροχο σαξόφωνο που σχολιάζει τα δρώμενα, τα μαύρα σύννεφα στο βάθος προοικωνίζουν μία δραματική σύγκρουση, η βροχή ότι έφθασε η στιγμή για μία δραματική στροφή και για τις καθαρτήριες ψυχικές συγκρούσεις (η κυριαρχία του υγρού στοιχείου - θάλασσα, βροχή, ομίχλη υποβάλλει την ρευστότητα των συναισθημάτων), ο τρόπος που αλείφει ο άνδρας με λάδι την γυναίκα του, φανερώνει το βάλτωμα της σχέσης τους...
Η ανάγκη του μεγάλου να διηγείται "ανδρείες ιστορίες" από το παρελθόν του, που του τονώνουν την εικόνα του δυνατού, ίσως να κρύβει και ένα σχόλιο για το σινεμά και τους μηχανισμούς αφήγησης. Ακούμε, διαβάζουμε, βλέπουμε τις ιστορίες των άλλων για να ξεχνάμε τη δική μας (δεν είναι τυχαίο που στον επίλογο, η γυναίκα ζητάει από τον άντρα της να συνεχίσει την ιστορία του, προκειμένου να δώσει ένα τέλος στην σύγκρουσή τους και στην αφήγηση της δικής τους αληθινής ιστορίας).
Η εικόνα του σταματημένου αυτοκινήτου στο τελευταίο πλάνο, που δεν γνωρίζει προς τα που να κατευθυνθεί, πέρα από τον λυρισμό που αναδύει, υποβάλλει την ανασφάλεια, την αβεβαιότητα και την έλλειψη σιγουριάς για την μελλοντική πορεία ενός άντρα δήθεν δυνατού, μιας γυναίκας δήθεν ικανοποιημένης και ενός κράτους δήθεν κομμουνιστικού.
Η εκμετάλλευση των φιλμικών κωδίκων και των φυσικών χώρων είναι εκπληκτική. Γωνίες λήψης οξείες και συμβολικές, υπέροχο σαξόφωνο που σχολιάζει τα δρώμενα, τα μαύρα σύννεφα στο βάθος προοικωνίζουν μία δραματική σύγκρουση, η βροχή ότι έφθασε η στιγμή για μία δραματική στροφή και για τις καθαρτήριες ψυχικές συγκρούσεις (η κυριαρχία του υγρού στοιχείου - θάλασσα, βροχή, ομίχλη υποβάλλει την ρευστότητα των συναισθημάτων), ο τρόπος που αλείφει ο άνδρας με λάδι την γυναίκα του, φανερώνει το βάλτωμα της σχέσης τους...
Η ανάγκη του μεγάλου να διηγείται "ανδρείες ιστορίες" από το παρελθόν του, που του τονώνουν την εικόνα του δυνατού, ίσως να κρύβει και ένα σχόλιο για το σινεμά και τους μηχανισμούς αφήγησης. Ακούμε, διαβάζουμε, βλέπουμε τις ιστορίες των άλλων για να ξεχνάμε τη δική μας (δεν είναι τυχαίο που στον επίλογο, η γυναίκα ζητάει από τον άντρα της να συνεχίσει την ιστορία του, προκειμένου να δώσει ένα τέλος στην σύγκρουσή τους και στην αφήγηση της δικής τους αληθινής ιστορίας).
Η εικόνα του σταματημένου αυτοκινήτου στο τελευταίο πλάνο, που δεν γνωρίζει προς τα που να κατευθυνθεί, πέρα από τον λυρισμό που αναδύει, υποβάλλει την ανασφάλεια, την αβεβαιότητα και την έλλειψη σιγουριάς για την μελλοντική πορεία ενός άντρα δήθεν δυνατού, μιας γυναίκας δήθεν ικανοποιημένης και ενός κράτους δήθεν κομμουνιστικού.
2 σχόλια:
Πολύ όμορφο το κείμενό σου, για μία εξαιρετική ταινία, μία απο τις αγαπημένες μου του Polanski, που τυγχάνει να είναι ο αγαπημένος μου σκηνοθέτης.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακή η ατμόσφαιρα και η ψυχολογική ένταση που δημιούργησε ο Polanski ,μέσα στο καταμεσήμερο, και μέσα σε ένα ιστιοπλοϊκό σκάφος.
Απίστευτος !
Και δικός μου αγαπημένος!
Δημοσίευση σχολίου