Ο Άγγλος Γκρήναγουέι είναι ένας από τους πιο "εστετίστες" κινηματογραφιστές του κόσμου, με ισχυρές επιρροές από τη ζωγραφική (πολλές φορές τα πλάνα του διακοσμούνται από ζωγραφικούς πίνακες, η σύνθεση του κάδρου είναι προσεκτικά μελετημένη, τα ρούχα είναι αντιγραμμένα από ντυσίματα μοντέλων ζωγραφικών έργων), με αποστασιοποιημένη "μπρεχτική" σκηνοθεσία που εμποδίζει την ταύτιση ("Επιθυμώ να δείτε τους ανθρώπους που κινηματογραφώ, να τους κατανοήσετε, αλλά δεν θέλω να επιδιώκετε να ταυτιστείτε μ'αυτούς" Γκρήναγουέι), αλλά που παρόλα αυτά ο"αισθητισμός" του δεν αποβαίνει σε βάρος της δυναμικής και του πάθους του περιεχομένου του.
Εδώ αφηγείται την ιστορία του Άλμπερτ Σπίκα, του τερατώδους, αποκρουστικού, άξεστου κλέφτη του τίτλου, ο οποίος συχνάζει σ'ένα μοντέρνο εστιατόριο του Λονδίνου και καταβροχθίζει αμέτρητα αηδιαστικά πιάτα, περιστοιχισμένος από διάφορα τσιράκια και λακέδες, ενώ όταν διαπιστώνει ότι η γυναίκα του τον απατά, μηχανεύεται μια κανιβαλιστική εκδίκηση. Μία σπάνια φιλμική εμπειρία που πίσω από την πληθωρική και προσεγμένη ως την τελευταία λεπτομέρεια μορφή της, κρύβει μία διαβρωτική και ανηλεής κριτική κατά της θατσερικής Αγγλίας και κατά της ανώτερης τάξης, της οποία το κακό γούστο και η βαρβαρότητα δεν παρουσιάζονται απλώς ως κοινωνικό πρόβλημα, αλλά ως προσβολή στην αισθητική.
Εδώ αφηγείται την ιστορία του Άλμπερτ Σπίκα, του τερατώδους, αποκρουστικού, άξεστου κλέφτη του τίτλου, ο οποίος συχνάζει σ'ένα μοντέρνο εστιατόριο του Λονδίνου και καταβροχθίζει αμέτρητα αηδιαστικά πιάτα, περιστοιχισμένος από διάφορα τσιράκια και λακέδες, ενώ όταν διαπιστώνει ότι η γυναίκα του τον απατά, μηχανεύεται μια κανιβαλιστική εκδίκηση. Μία σπάνια φιλμική εμπειρία που πίσω από την πληθωρική και προσεγμένη ως την τελευταία λεπτομέρεια μορφή της, κρύβει μία διαβρωτική και ανηλεής κριτική κατά της θατσερικής Αγγλίας και κατά της ανώτερης τάξης, της οποία το κακό γούστο και η βαρβαρότητα δεν παρουσιάζονται απλώς ως κοινωνικό πρόβλημα, αλλά ως προσβολή στην αισθητική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου